Το λαθάκι
Το πρώτο σοβαρό πάρτι ήταν στις αρχές της τρίτης γυμνασίου. Θυμάμαι το υποφωτισμένο σαλόνι και αρκετό κόσμο γύρω, χωρίς γονείς. Οι ενήλικες λειτουργούσαν σαν υπενθύμιση ότι ο χώρος (και τα αισθήματά μας) προστατεύονται. Αντίθετα εδώ πλέαμε στην ανοιχτή θάλασσα και καθένας κολυμπούσε όπως μπορούσε. Δυστυχώς είχα ήδη προλάβει να συνειδητοποιήσω πως η ζωή δεν θα μου χαριζόταν και πάλευα να εφεύρω έναν εαυτό αρεστό στα κορίτσια. Σε κάποια κορίτσια, εννοείται. Δεν είναι σίγουρο, επομένως, αν με τράβηξε η γοητεία της ή το ένστικτο ότι εδώ τουλάχιστον εξασφαλίζονταν οι όροι μιας δίκαιης αναμέτρησης.
Καθόταν χαμηλά, σχεδόν στο πάτωμα, απορροφημένη από κάτι δικό της ενώ μπροστά της μαινόταν ο πόλεμος. Πλησίασα με επιφύλαξη και κάθισα δίπλα της. Ύστερα άρχισα να αναπνέω τον κοινό μας αέρα, να δανείζομαι το στυλ της, να παίρνω το σχήμα της. Στο τέλος της απηύθυνα αυτό που υπέθετα ότι σκεφτόταν· της είπα σοβαρά: «δεν είναι πολύ ψεύτικα όλα αυτά;»
Παρά τα έθιμα της εποχής δεν συμφωνήσαμε ακριβώς ότι τα φτιάχνουμε γιατί τέτοια λεκτική πρωτοβουλία δεν ανέλαβε κανείς από τους δύο. Όμως μετά τα αγγλικά της, από τις οχτώ ως τις δέκα περπατούσαμε μαζί, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο που περιλάμβανε το απομακρυσμένο πάρκο της περιοχής και μερικά σκοτεινά σημεία σε χαμηλούς μαντρότοιχους.
Στις δέκα και μισή, εξάπαντος, έπρεπε να είναι πίσω. Οι γονείς της ήταν παρόντες στη σχέση γιατί μίλαγε συνεχώς για εκείνους· στα λόγια της υπήρχε ένας ορίζοντας απελπισίας. Σπάνια γελούσε.
Μου είχε δείξει το σπίτι της- «εκείνο το διώροφο στη γωνία»- ώστε να την αφήνω σε απόσταση ασφαλείας. «Φύγε τώρα, να μη σε δουν» έλεγε κάθε φορά, κι έβαζε στην παλάμη μου έναν διπλωμένο φάκελο- το γράμμα της ημέρας. Διάβαζα τις επιστολές της στην επιστροφή, σταματώντας κάτω από τα φώτα του δήμου. Έγραφε μεγάλα συνειρμικά κομμάτια που με υπέβαλλαν. Αν τύχαινε μάλιστα να περάσουν παρέες αγοριών που συζητούσαν για ποδόσφαιρα και τέτοια, είχα τη γεύση μιας αιφνίδιας ευτυχίας- το προνόμιο της σχέσης. Τα μελαγχολικά της γράμματα, όπως και τα φιλιά της, μου θύμιζαν προπολεμικά τραγούδια. Φιλιόμασταν κάπως επίμονα, χωρίς διακοπή, για πολλή ώρα· το σάλιο της άφηνε στο τέλος μια μυρωδιά που την ανακαλούσα αργότερα σαν ένα είδος ερωτικού πένθους.
Μαζί της μεγάλωνα αστραπιαία.
Στο Λύκειο διακόψαμε- επειγόμουν να ανακαλύψω κι άλλες πλευρές της άγουρης λίμπιντο. Όμως, είκοσι τουλάχιστον χρόνια αφότου χαθήκαμε και ενώ θεωρητικά είχα ξεμπερδέψει με τους καταναγκασμούς της ενηλικίωσης, άρχισα ξανά να κόβω βόλτες κάτω απ’ το σπίτι της. Είχα μάθει από τρίτους ότι έμενε ακόμα με τους γονείς της, δέσμια κι εκείνη όπως εγώ μιας συναισθηματικής ακηδίας, και προσδοκούσα νέα συνάντηση. Ζητούσα φαίνεται να συνδεθώ με ένα παρελθόν το οποίο φαντασιωνόμουν ακόμα εκκρεμές.
Σιγά σιγά πύκνωσα τις νυχτερινές επισκέψεις, πάντα πιωμένος, ελπίζοντας να δω φως στο δωμάτιό της. Αλλά και τα πρωϊνά όταν τύχαινε, περνούσα να ρίξω μια ματιά. Άρχισα να ζω σ’ έναν κόσμο δικής μου εμπνεύσεως- έστησα μια σχεδόν δεύτερη σχέση- συνδεόμενος απλώς με ένα παράθυρο δευτέρου ορόφου. Όμως δεν έκανα τίποτα για να τη συναντήσω. Μου αρκούσε να καπνίζω κρυμμένος στα φυλλώματα, μουδιασμένος από μια συγκίνηση που εστίαζε στις γνωστές διαψεύσεις της ζωής, στο νόημα του χρόνου που περνά. Παρακολουθούσα το φως της να ανάβει και να σβήνει και ένιωθα περισσότερο ερωτευμένος από ποτέ. Με τον ποιητικό εαυτό μου, υποθέτω.
Όπως γίνεται πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, συναντηθήκαμε εντελώς απρόσμενα, πολύ μετά απ’ αυτή την περίοδο. Περιμένοντας στην ουρά να ψηφίσω για τις δημοτικές εκλογές, παρατήρησα μια γυναικεία πλάτη που ξαφνικά πήρε το σχήμα της. Ήξερα προτού γυρίσει ότι ήταν εκείνη γιατί και ο χώρος αλλοιώθηκε περίεργα. Προς στιγμή σκέφτηκα να το βάλω στα πόδια αλλά το κράτησα. Την ακούμπησα μαλακά, - ύστερα βρεθήκαμε να περπατάμε και πάλι μαζί. Δεν κατάφερνα να συγκεντρωθώ σε όσα έλεγε. Μας κοίταζα απ’ έξω και, σε αντίθεση με τη δική μου εικόνα, εύρισκα τη δική της απίστευτα όμορφη και αγέραστη. Το κυριότερο: άλλη.
Κάτω από το σπίτι της θέλησα να εξομολογηθώ την προ πενταετίας εμμονή μου.
-«Να, εδώ καθόμουν και χάζευα το παράθυρό σου», της είπα.
Γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένη, σχεδόν ενοχλημένη:
-«Τι λες παιδί μου; Το σπίτι μου είναι το άλλο, απέναντι! Γράφε τώρα το κινητό μου, να πάμε για καφέ…»
Permalink για το "Το λαθάκι"
Καθόταν χαμηλά, σχεδόν στο πάτωμα, απορροφημένη από κάτι δικό της ενώ μπροστά της μαινόταν ο πόλεμος. Πλησίασα με επιφύλαξη και κάθισα δίπλα της. Ύστερα άρχισα να αναπνέω τον κοινό μας αέρα, να δανείζομαι το στυλ της, να παίρνω το σχήμα της. Στο τέλος της απηύθυνα αυτό που υπέθετα ότι σκεφτόταν· της είπα σοβαρά: «δεν είναι πολύ ψεύτικα όλα αυτά;»
*
Παρά τα έθιμα της εποχής δεν συμφωνήσαμε ακριβώς ότι τα φτιάχνουμε γιατί τέτοια λεκτική πρωτοβουλία δεν ανέλαβε κανείς από τους δύο. Όμως μετά τα αγγλικά της, από τις οχτώ ως τις δέκα περπατούσαμε μαζί, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο που περιλάμβανε το απομακρυσμένο πάρκο της περιοχής και μερικά σκοτεινά σημεία σε χαμηλούς μαντρότοιχους.
Στις δέκα και μισή, εξάπαντος, έπρεπε να είναι πίσω. Οι γονείς της ήταν παρόντες στη σχέση γιατί μίλαγε συνεχώς για εκείνους· στα λόγια της υπήρχε ένας ορίζοντας απελπισίας. Σπάνια γελούσε.
Μου είχε δείξει το σπίτι της- «εκείνο το διώροφο στη γωνία»- ώστε να την αφήνω σε απόσταση ασφαλείας. «Φύγε τώρα, να μη σε δουν» έλεγε κάθε φορά, κι έβαζε στην παλάμη μου έναν διπλωμένο φάκελο- το γράμμα της ημέρας. Διάβαζα τις επιστολές της στην επιστροφή, σταματώντας κάτω από τα φώτα του δήμου. Έγραφε μεγάλα συνειρμικά κομμάτια που με υπέβαλλαν. Αν τύχαινε μάλιστα να περάσουν παρέες αγοριών που συζητούσαν για ποδόσφαιρα και τέτοια, είχα τη γεύση μιας αιφνίδιας ευτυχίας- το προνόμιο της σχέσης. Τα μελαγχολικά της γράμματα, όπως και τα φιλιά της, μου θύμιζαν προπολεμικά τραγούδια. Φιλιόμασταν κάπως επίμονα, χωρίς διακοπή, για πολλή ώρα· το σάλιο της άφηνε στο τέλος μια μυρωδιά που την ανακαλούσα αργότερα σαν ένα είδος ερωτικού πένθους.
Μαζί της μεγάλωνα αστραπιαία.
Στο Λύκειο διακόψαμε- επειγόμουν να ανακαλύψω κι άλλες πλευρές της άγουρης λίμπιντο. Όμως, είκοσι τουλάχιστον χρόνια αφότου χαθήκαμε και ενώ θεωρητικά είχα ξεμπερδέψει με τους καταναγκασμούς της ενηλικίωσης, άρχισα ξανά να κόβω βόλτες κάτω απ’ το σπίτι της. Είχα μάθει από τρίτους ότι έμενε ακόμα με τους γονείς της, δέσμια κι εκείνη όπως εγώ μιας συναισθηματικής ακηδίας, και προσδοκούσα νέα συνάντηση. Ζητούσα φαίνεται να συνδεθώ με ένα παρελθόν το οποίο φαντασιωνόμουν ακόμα εκκρεμές.
Σιγά σιγά πύκνωσα τις νυχτερινές επισκέψεις, πάντα πιωμένος, ελπίζοντας να δω φως στο δωμάτιό της. Αλλά και τα πρωϊνά όταν τύχαινε, περνούσα να ρίξω μια ματιά. Άρχισα να ζω σ’ έναν κόσμο δικής μου εμπνεύσεως- έστησα μια σχεδόν δεύτερη σχέση- συνδεόμενος απλώς με ένα παράθυρο δευτέρου ορόφου. Όμως δεν έκανα τίποτα για να τη συναντήσω. Μου αρκούσε να καπνίζω κρυμμένος στα φυλλώματα, μουδιασμένος από μια συγκίνηση που εστίαζε στις γνωστές διαψεύσεις της ζωής, στο νόημα του χρόνου που περνά. Παρακολουθούσα το φως της να ανάβει και να σβήνει και ένιωθα περισσότερο ερωτευμένος από ποτέ. Με τον ποιητικό εαυτό μου, υποθέτω.
*
Όπως γίνεται πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, συναντηθήκαμε εντελώς απρόσμενα, πολύ μετά απ’ αυτή την περίοδο. Περιμένοντας στην ουρά να ψηφίσω για τις δημοτικές εκλογές, παρατήρησα μια γυναικεία πλάτη που ξαφνικά πήρε το σχήμα της. Ήξερα προτού γυρίσει ότι ήταν εκείνη γιατί και ο χώρος αλλοιώθηκε περίεργα. Προς στιγμή σκέφτηκα να το βάλω στα πόδια αλλά το κράτησα. Την ακούμπησα μαλακά, - ύστερα βρεθήκαμε να περπατάμε και πάλι μαζί. Δεν κατάφερνα να συγκεντρωθώ σε όσα έλεγε. Μας κοίταζα απ’ έξω και, σε αντίθεση με τη δική μου εικόνα, εύρισκα τη δική της απίστευτα όμορφη και αγέραστη. Το κυριότερο: άλλη.
Κάτω από το σπίτι της θέλησα να εξομολογηθώ την προ πενταετίας εμμονή μου.
-«Να, εδώ καθόμουν και χάζευα το παράθυρό σου», της είπα.
Γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένη, σχεδόν ενοχλημένη:
-«Τι λες παιδί μου; Το σπίτι μου είναι το άλλο, απέναντι! Γράφε τώρα το κινητό μου, να πάμε για καφέ…»
*
Ετικέτες Έκσταση
Permalink για το "Το λαθάκι"
17 Comments:
Το παγκάκι όμως είναι τόσο όμορφο ωστε και η θέα φαντάζομαι θά φαντάζει θεά .
Ωραία που άνοιξε η εβδομάς!
(εξαιρετικό)
είστε πολύ καλός κύριε Βιταμοντέρνα. Μπράβο σας.
Καλοσύνη σας, καλοί μου άνθρωποι. Και καλοσύνη της οικοδέσποινας, που μας "ανάγκασε" να θυμηθούμε...
πολύ καλό..
μου θύμισες μια φράση που είχα ακούσει πριν πολλά χρόνια στο ράδιο:" Δεν ερωτεύομαστε τους άλλους, αλλά τον ερωτευμένο εαυτό μας"
Δική σας η καλοσύνη. Έφυγε ξεκούραστη σήμερα κι η Γαρουφαλιά. Κοτζάμ σουίτα σας ετοιμάσαμε κι εσείς την αφήσατε άθικτη και τριγυρνούσατε στο παγκάκι :-)
Σας ευχαριστούμε πολύ που περάσατε από δω.
Πολύ όμορφο!
Σμακ!
Τέλειο!
Ακριβώς γιατί όλοι μας έχουμε αγαπήσει παράθυρα, άλλοτε που έμεναν ερμητικά κλειστά κι άλλοτε που το ζεστό τους φως ζέσταινε τις καρδιές μας.
Και η ιστορία τόσο καλογραμμένη και καλο-τελειωμένη.
Ευχαριστούμε για το χάδι κύριε Βιταμοδέρνα.
Μα τι κουντερική γυριστή ήταν η τελευταία!Πικρό, γλυκό, αστείο..
Είσαι σπουδαίος, thas.
Απαλό γράψιμο, λες και γράφεις με τη γόμμα! Δεν ακούγεται τίποτα πέρα απ' τη σκέψη σου...
Μου άρεσε, με παρακίνησε σε ανάλογη αναδρομή, ευχαριστώ:-))
Βρε τι ωραία λογάκια που μου λέτε όλοι σας. Χάδια, γόμμες, Κούντερες...ευχαριστώ πολύ για τις υπερβολές. Δούλος σας!
Καλημέρα.
Μόλις το διάβασα.
Εξαιρετικό.
Νομίζω ότι κι εγώ έτσι αγαπώ έναν άνθρωπο εδώ και 20 χρόνια.
Σας ευχαριστώ.
Φίλε, σε μισώ γιατί μου ξαναζωντάνεψες αυτά που νόμιζα ότι έχω σκοτώσει και έχω θάψει βαθειά στη ψυχή μου...
maro_k και ανώνυμε, ευχαριστούμε πολύ για τα σχόλια. Ελπίζω να μην ήταν μόνο επώδυνη η επιστροφή...
Πράγματι, συχνά ερωτευόμαστε τον ερωτευμένο εαυτό μας (ειδικά σε κάποιες... περίεργες ηλικίες). Καλά που υπάρχουν και μερικά ουσιαστικότερα πλάσματα που μας βγάζουν απ'τον κύκλο αυτό: από κάποιο σημείο και μετά η ανθρώπινη επαφή ενός απλού καφέ είναι πιο σημαντική από τον "ποιητικό" ναρκισσισμό της μνήμης. [Λέω εγώ, τώρα!]
Πολύ το χάρηκα το πόνημά σας βιταμοντέρνα.
Aλλά και σύ να να κάνεις λάθος παράθυρο ...
(Πολύ όμορφο)
aerosol και 0comments ευχαριστούμε πολύ για τα καλά λόγια και τη συμμετοχή. (άργησα να δω τα σχόλιά σας, να με συμπαθάτε.)
Δημοσίευση σχολίου
<< Home