Tabs: Blog | About Us |

30.3.07

Η γιαγιά


Όταν μου ζήτησες να γράψω κάτι για το ‘Φιλοξενείο’ – και έχουν περάσει σχεδόν δυο μήνες από τότε, με ανησύχησες και με προβλημάτισες. Ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί αν κάποια στιγμή θα ‘έκλεινα’ το blog μου και ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν με είχε απασχολήσει η διάρκεια του, παράλληλα ο τίτλος ‘Φιλοξενείο’ χωρίς να το θέλω με στέλνει σε αναμνήσεις από ‘ενοικιάζονται δωμάτια’ των παιδικών μου καλοκαιριών κάπου στις αρχές του 60.

Έτσι λοιπόν αποφάσισα να ξεκινήσω κάτι που το σκέφτομαι έντονα τα τελευταία τρία χρόνια και που δεν ξέρω αν θα συνεχίσω και πολύ περισσότερο αν θα το τελειώσω. Είναι η ιστορία της γιαγιάς μου που υπεραγαπούσα και που έφυγε με την γέννηση της Δάφνης, είναι η ιστορία που θα ήθελα η Δάφνη να ξέρει και που πολλές φορές το χαμόγελο της μικρής μου πριγκίπισσας μου θυμίζει το χαμόγελο της γιαγιάς που μου λείπει τόσο πολύ. Κάτι σαν ...φιλοξενείο συναισθημάτων. Ελπίζω να σας μεταδώσω κάτι από αυτά τα συναισθήματα.

Μια αυγουστιάτικη ανάμνηση

‘Πρόσεξε το σκαλοπάτι, θα πέσεις!’ Ήταν η τρίτη φορά που η φωνή της με αυτή τη στριγγλιά ηχώ επαναλάμβανε ακριβώς την ίδια φράση. Τις δύο προηγούμενες μόλις διαβήκαμε την πόρτα της αυλής και τη δεύτερη στο διάδρομο του σπιτιού που η γιαγιά μου είχε νοικιάσει δωμάτιο για τρεις βραδιές.

‘Πρόσεξε εδώ είναι το σκαλοπάτι!’ Γύρισα αγριεμένος να την κοιτάξω και φυσικά δεν κατάλαβα ότι το περίφημο σκαλοπάτι ήταν εδώ, έτσι ...βρέθηκα ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πάτωμα με τη σακούλα με τους γερμάδες να λιώνει από το βάρος μου και την ταχύτητα της πτώσης. Η γιαγιά μου με κοίταζε έντονα.

Το πρόσωπό μου έγινε κατακόκκινο, κάτι από πασχαλινό αυγό και τα αυτιά μου αρχίσανε να τρέμουν. Το παθαίνω αυτό, όταν βρίσκομαι σε συναισθηματική ένταση ακόμα και τώρα που μεγάλωσα. Βέβαια κανένας δεν το παραδέχεται ότι τα αυτιά μου κουνιούνται, ούτε δείχνουν να θέλουν να το καταλάβουν, ούτε οι φίλοι μου, ούτε οι δύο γυναίκες που παντρεύτηκα ... σε διαφορετικούς χρόνους!

‘Άντε, σήκω τώρα και σκουπίσου, μια χαρά είσαι!’ και δύο τρομάρες, μία από τη πτώση και μια από το βλέμμα της γιαγιάς μου που ένιωθα στην πλάτη μου, αλλά δεν είχα κανένα σκοπό να το συζητήσω αυτή τη στιγμή. Βέβαια από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν το ‘στο ‘πα εγώ!’ αλλά ήμουν αποφασισμένος να πάρω τα πράγματα ψύχραιμα και να κρατήσω ζωντανή την λίγη αξιοπρέπεια που μου είχε μείνει από τα ζουμιά που τρέχαν στο μπλουζάκι μου.

‘Στο ‘πα για το σκαλοπάτι!’ Ε βέβαια, ποιος μπορούσε να συγκρατήσει την κυρά Μαρίκα και την στριγγλιά φωνή της από το να το πει. Ήμουνα σίγουρος ότι δεν θα την έβγαζα καθαρή μ’ αυτήν τη γυναίκα.

Αποφάσισα να μην ασχοληθώ μαζί της, και προσπαθώντας να αποφύγω το βλέμμα της γιαγιάς μου, σηκώθηκα όσο πιο προσεκτικά μπορούσα από το πάτωμα, πήρα τις δυο μπλε σακούλες του μανάβη που κουβάλαγα από τον Πειραιά και προχώρησα προς τον πάγκο που ήμουνα σίγουρος ότι αντιπροσώπευε την κουζίνα.

‘Τακτοποιηθείτε εσείς κι ‘γω πάω να σας φέρω πετσέτες.’ Έκλεισε τη δίφυλλη πόρτα πίσω της και έσυρε τις χοντρές παντόφλες της στο διάδρομο. Φρίκη. Αλλά ήμουνα αποφασισμένος, θα δείξω υπομονή.

Με τη γιαγιά μου πέρναγα πάντα καλά, όπου και να πηγαίναμε, και πάντα κάπου πηγαίναμε ή θα πηγαίναμε. Άλλωστε με τη γιαγιά μου έμενα τις περισσότερες μέρες μου, και τα βράδια. Οι γονείς μου... αλλά ας το αφήσουμε αυτό γιατί είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία και έχει τη γεύση πικραμύγδαλου ακόμα.

Η γιαγιά μου λοιπόν, η μητέρα της μητέρας μου ήταν μια πολύ ασυνήθιστη γυναίκα, τουλάχιστον σε σχέση με τις περισσότερες γιαγιάδες που γνώρισα στη ζωή μου.

Η Αργυρώ, αυτό είναι το όνομά της, τα είχε δει όλα! Πολέμους, προσφυγιά, διωγμούς, φτώχια, θανάτους, καταστροφές, πείνα, χηρεία και ορφάνια. Κι όλα τα είχε δει με αυτό το αχνό χαμόγελο που είχε η ματιά της. Όλα μαζί της είχαν δώσει μια ατελείωτη κατανόηση και υπομονή για τους πάντες και τα πάντα. Και μια ιδιαίτερη σοφία. Η γιαγιά μου έλεγε συχνά πως η ζωή έχει μέσα της όλες τις απαντήσεις, εσύ το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να περιμένεις σιωπηλά να την ακούσεις. Βέβαια εγώ από μικρός έκανα πολύ φασαρία και δεν άφηνα κανένα να ακούσει τι ψιθύριζε η ζωή και γι αυτό έκανα και πολλά λάθη, αλλά όπως λέει και η γιαγιά μου και τα λάθη κομμάτι της ζωής είναι.

Αυτές τις μικρές και μεγάλες σοφίες φρόντιζα πάντα να τις κρατάω και σε στιγμές μεγάλης λύπης ή χαράς τις φέρνω μπροστά μου, μαζί με το αχνό χαμόγελο στη ματιά και τότε νιώθω λίγο πιο ...ανάλαφρος. Πολλές φορές στη συνέχεια είδα πραγματικά την ίδια τη ζωή με τον πιο μαγικό τρόπο να δίνει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τις δικές της λύσεις και στα πιο δύσκολα προβλήματα.

Βέβαια εκείνη τη στιγμή τη λύση την έδωσε η κυρά Μαρίκα που εισέβαλε στο δωμάτιο σέρνοντας τις παντόφλες της, τεράστια και μυρίζοντας άρωμα λεμόνι μπερδεμένο με ιδρώτα και μια γαλάζια σκληρή πετσέτα. Εγώ προσπάθησα να την σταματήσω απλώνοντας μπροστά τα χέρια μου, αλλά πολύ αργά. Τα τεράστια χέρια της τυλιγμένα με τις δύο άκρες της πετσέτας μου καθαρίζαν άγαρμπα, πρόσωπο, χέρια και μπλούζα ταυτόχρονα.

Να το πάλι αυτό το βλέμμα. Την ένιωθα εκεί δίπλα στο διπλό κρεβάτι την ώρα που ξεδίπλωνε τα ρούχα μας για να τα βάλλει στη ντουλάπα, να με κοιτάει και να χαμογελάει. Έπαιρνε την εκδίκησή της από την απροσεξία μου και με άφηνε να καθαρίσω και να τιμωρηθώ μόνος μου από τα χέρια της κυρά Μαρίκας.

Α! Μην το ξεχάσω, εγώ ήμουνα μόλις έξη χρονών όταν συνέβαιναν όλα αυτά!

‘Εντάξει κυρά Μαρίκα μου, φτάνει, θα τον βάλω να κάνει ένα μπάνιο και ν’ αλλάξει. Νομίζω ότι αυτή είναι η καλύτερη λύση.’ Φαίνεται κατάλαβε ότι τιμωρήθηκα αρκετά.

‘Άντε να πάω κι εγώ, γιατί σήμερα είχαμε πολλούς νοικάρηδες, να ‘ναι καλά η Μεγαλόχαρη!’ έκανε το σταυρό της και χωρίς να περιμένει καμία απάντηση, έσυρε τις παντόφλες της στο διάδρομο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Κρατώντας την αξιοπρέπειά μου ακόμα όρθια και την μπλούζα μου τσαλακωμένη, προχώρησα προς τη πόρτα για να την κλείσω.

‘Ας την ανοιχτή να ξεμυρίσει λίγο. Μυρίζει τσιγαρίλα εδώ μέσα.’ Συνηθισμένος από τον πατέρα μου που ήταν αιώνια με ένα τσιγάρο στο στόμα δεν ένιωσα τη διαφορά, ήταν βέβαια και η μυρωδιά της κυρά Μαρίκας... αλλά τώρα που το είπε είχε δίκιο. Η μυρωδιά του τσιγάρου είχε τρυπώσει παντού σ’ αυτό το δωμάτιο και με την Αυγουστιάτικη ζέστη μύριζε ακόμα χειρότερα.

Είχα μείνει με το χέρι στο πόμολο, όταν άκουσα και μια άλλη φωνή από τον διάδρομο που μου κίνησε την περιέργεια και με έκανε να βγάλω το κεφάλι μου να κοιτάξω.

‘Δεν θέλω να μείνω εδώ!’ Η φωνή ήταν επιτακτική, πεισματάρα και ήταν το κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια που κοιτούσα και με κοιτούσε στο σαλόνι του πλοίου. Εγώ διάβαζα ένα Μίκυ Μάους κι εκείνη κάτι άλλο. Δηλαδή έκανα πως διάβαζα γιατί τα περισσότερα δεν τα καταλάβαινα, αλλά μπορούσα να κάνω ιστορίες με τις εικόνες που έβλεπα.

Όλοι λέγανε ότι ήμουνα πολύ καλός σ’ αυτό και με καμαρώνανε όταν έπιανα την εφημερίδα του πατέρα μου και προσποιόμουνα πως διάβαζα. Το πιο καλό μου σημείο ήταν πως έβγαζα και επιφωνήματα θαυμασμού ή λύπης κάθε τόσο. Αυτό βέβαια γινόταν όσο ήμουνα σίγουρος ότι υπήρχε ακροατήριο, μετά η εφημερίδα έπαιρνε διάφορες μορφές, όπως αεροπλάνο, βάρκα και άλλα χρήσιμα πράγματα.

Χμ, το κοριτσάκι έκανε τα αυτιά μου να κουνηθούν αλλά κάνοντας τον αδιάφορο, αφού σιγουρεύτηκα ότι με είχε δει κι εκείνη, μπήκα μέσα. Λοιπόν τα κοριτσάκια σ’ αυτή την ηλικία είναι μία πολύ περίεργη ανακάλυψη. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, η ξαδέρφη μου μία από αυτές, κάνανε μόνο για νοσοκόμες. Δηλαδή στους καουμπόηδες και ινδιάνους. Κι’ εκεί που η μάχη βρισκότανε στη πιο καλή της φάση αυτές αντί να κοιτάζουν τους πληγωμένους ταΐζανε τις κούκλες τους ή φτιάχνανε τσάι και ανταλλάσσανε επισκέψεις. Μάλιστα! Επισκέψεις! Οι Ινδιάνες στις καουμπόισσες. Εμείς σκοτωνόμαστε στη μάχη και αυτές ανταλλάσσανε επισκέψεις.

Για όλους αυτούς λοιπόν τους πολύ σημαντικούς λόγους, για την εξέλιξη της ιστορίας του πολέμου και του πολιτισμού μας, αποφασίσαμε όλη η παρέα να μην ξαναβάλουμε κορίτσια στα παιχνίδια μας. Μέχρι που υπήρξαν κλάματα και η επέμβαση της θείας μου και της μάνας του Κωνσταντίνου και της Μάγδας και κάτω από την πίεση αποφασίσαμε να ξαναπαίξουν τα κορίτσια.

Αλλά εκεί πια ήταν που μπερδευτήκαμε τελείως, γιατί τα κορίτσια αποφασίσαν ότι είχαν βαρεθεί να παίζουν τους καουμπόηδες και προτιμούσαν να παίξουν τις μαμάδες και για να μας τιμωρήσουν δεν θα μας παίζανε! Άντε τώρα να βγάλεις άκρη μαζί τους. Μετά όμως ήταν κι αυτή η περίεργη ανατριχίλα που νιώθαμε όταν βρισκόμαστε κοντά στα κορίτσια και το καμάρι μας όταν μερικές φορές παίζαμε τους μπαμπάδες. Βέβαια το νανούρισμα του μωρού δεν συγκινούσε κανέναν από εμάς και το κάναμε με μεγάλη δυσκολία και προσπαθώντας να σκεφτούμε δεκάδες δικαιολογίες για να το αποφύγουμε, αλλά νιώθαμε όμορφα όταν βγάζαμε βόλτα την «οικογένειά μας».

Η γιαγιά μου τοποθέτησε προσεκτικά τα ρούχα μας στη δίφυλλη ντουλάπα, τα εσώρουχα στο συρτάρι και τέλος έβγαλε τις δικές μας πετσέτες, αφράτες, μαλακές και με τη γλυκιά μυρωδιά λεβάντας και τις πήγε στο μπάνιο.

‘Θα ξαπλώσω λίγο να ξεκουραστώ και μετά που θα πέσει πιο πολύ ο ήλιος θα πάμε να φάμε κάτι. Ξάπλωσε και συ λίγο να ξαποστάσεις από το ταξίδι.’ Η τελευταία παρατήρηση είχε και κάποιο υπονοούμενο.

Η θάλασσα δεν ήταν και δεν είναι το καλύτερό μου. Βασικά ότι κουνιότανε δεν ήταν το καλύτερό μου. Είχα αρχίσει να νιώθω ναυτία από το ταξί που μας έφερε από το Παγκράτι στον Πειραιά. Το πρωινό γάλα και το παξιμάδι το έβγαλα στον Πειραιά, είχα φάει ένα πολύ ελαφρύ πρωινό μιάς και το πρόβλημα, ήταν γνωστό. Την τυρόπιτα που είχα επιμείνει να πάρω στο Πειραιά, την έβγαλα κοντά στο Σούνιο, και τα πατατάκια λίγο μετά την Μακρόνησο.

Αυτό το παιχνίδι συνεχίστηκε σε όλη τη διαδρομή που κρατάει πέντε ώρες γεμάτες. Η γιαγιά μου αγόραζε ή μου έδινε κάτι από τη τσάντα της και εγώ το έβγαζα μετά από λίγη ώρα. Έκανα ένα διάλειμμα είκοσι λεπτών και προχωρούσα στο επόμενο μπούκωμα και ξανά από την αρχή.

Στα ενδιάμεσα ασχολιόμουνα με τα περιοδικά μου, που είχα πάρει από το σπίτι και το περίπτερο στο λιμάνι και έριχνα και μια ματιά στη γενικότερη κίνηση στο σαλόνι. Όπως τι στάμπα είχε το μπλουζάκι που φόραγε ένα αγοράκι που συνέχεια έκλαιγε ή τι κούκλα κρατούσε το κοριτσάκι που με κρυφοκοίταζε.

Δεν ξέρω αν ήμουνα πραγματικά όμορφο παιδί, αλλά επηρεασμένος από όσα έλεγε η γιαγιά μου, η θεία μου και όλοι μας οι γνωστοί και συγγενείς ήμουνα το πιο όμορφο αγοράκι στον κόσμο, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν πολύ φυσιολογικό να με κοιτάζει το κοριτσάκι εντυπωσιασμένο. Έτσι τις λίγες στιγμές που ήμουνα καλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κορδωνόμουνα, έσφιγγα το σώμα μου για να φαίνομαι ψηλός, ή ΄διάβαζα’ αδιάφορα.

Για τα αποτελέσματα δεν ήμουνα και απόλυτα σίγουρος, μιας και κάθε τόσο μια τεράστια καφέ σακούλα έκρυβε το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της προσωπικότητάς μου, τα πράσινα μάτια μου! Αυτή ήταν κουβέντα που είχα ξεσηκώσει από την θεία μου την Ντίνα.

Για τη Θεία μου την Ντίνα δεν σας έχω μιλήσει ακόμα. Η αγαπημένη μου! Η μικρή διαφορά ηλικίας που έχουμε, για ανιψιό και θεία, με έκανε να μην καταλαβαίνω τις διαφορές μας. Κάποια στιγμή μάλιστα, στη σοβαρή ηλικία των πέντε σκεφτόμουνα να την παντρευτώ και να βάλω τη σχέση μας σε κάποιο πιο σοβαρό δρόμο. Δυστυχώς ή ευτυχώς στη συνέχεια ανακάλυψα και άλλες γυναίκες και αποφάσισα ότι ο γάμος δεν ήταν ότι ακριβώς ήθελα από τη ζωή μου. Προτιμούσα τις φίλες. Φαντάζομαι δραματικό ρόλο στην απόφαση μου έπαιξε και μια κούπα τηγανισμένο λάδι που μου έδωσε ένα πρωί κατά λάθος πιστεύοντας ότι είναι γάλα. Πικρή εμπειρία και γεύση που ακόμα την θυμάμαι.

Tο αργότερα της γιαγιάς μου, ήρθε με πολύ αργούς ρυθμούς. Έτσι γίνεται πάντα τα μεσημέρια. Στην αρχή έριξα μια ματιά στα βιβλία μου, αλλά βαρέθηκα γρήγορα, ακολούθησε μία μάχη μεταξύ δύο ινδιάνων και ενός ιππότη με ένα καουμπόη σε άλογα, με την συνοδεία ενός φορτηγού και ενός λεωφορείου. Τέλος ζωγράφισα με αόρατα μελάνια σύννεφα στο ταβάνι και κάνοντας τον πιλότο κάτω από το σεντόνι με πήρε ο ύπνος.

Γενικά δεν είμαι γκρινιάρης. Πιθανώς λίγο παραπονιάρης, το λέει και η γυναίκα μου, αλλά γκρινιάρης ποτέ. Εκτός. Εκτός από το ξύπνημα μετά από μεσημεριανό ύπνο. Αυτό ισχύει και σήμερα γι αυτό και το εχω κόψει. Δεν μπορώ το ξύπνημα από το μεσημεριανό ύπνο. Όλα μου φταίνε. Ο καιρός, ο αέρας, η φωνή μου, οι φωνές των άλλων, τα τελευταία χρόνια και ο πονοκέφαλος. Σηκώθηκα αργά αργά και προσπάθησα να συνειδητοποιήσω αν ήταν μέρα η νύχτα.

Το Αυγουστιάτικο απόγευμα, σε χρώματα μελιτζανί πλημμύριζε το μπαλκόνι, εγώ καθόμουνα στο τριζάτο ράντζο που ήταν το κρεβάτι μου και προσπαθούσα να συνέλθω, όταν το άκουσα...

‘Τον ετοιμάζω, ετοίμασε κι’ εσύ τη Γιωργίτσα και πάμε για φαγητό μαζί!’ Γύρισα τόσο απότομα που ζαλίστηκα. Η γιαγιά μου ήταν στη πόρτα και ερχόταν προς εμένα.

‘Η Γιωργίτσα; Πάμε για φαγητό; Ποια Γιωργίτσα;’ Είχα καμιά εικοσαριά ερωτήσεις ακόμα, αλλά δεν είχα χρόνο και προσπαθώντας να συνέρθω θύμισα στον εαυτό μου ότι ήταν απλώς ένα κοριτσάκι που στο τέλος θα έκανε κάτι στραβό. Η τελευταία σκέψη σταμάτησε για λίγο μιας και έβαζα ανάποδα το μπλουζάκι μου. Η γιαγιά μου με βοήθησε να βγάλω το μπλουζάκι μου, από την καλή αυτή τη φορά , οι κάλτσες μπήκαν γρήγορα και με μία μικρή βοήθεια δεθήκαν τα κορδόνια των παπουτσιών μου, πρέπει να σημειώσω ότι ήταν κάτασπρα και ολοκαίνουργια, και ήμουνα έτοιμος.

Τα παπούτσια είχαν αγοραστεί πριν από δύο μέρες και ήταν ακριβώς τα ίδια με αυτά που φορούσε ο Νίκος. οχι ο απέναντι, ο άλλος που μένει πιο κάτω. Ο πιο κοντός. Καλά τι σας λέω τώρα.

Τα ξέρετε τα ταβερνάκια στη Τήνο; Βέβαια τα ξέρετε. Μπλε ψάθινες καρέκλες, ξύλινα τραπεζάκια με το ένα πόδι πάντα πιο κοντό για να χύνεται πάντα το νερό ή στη δικιά μου περίπτωση η πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό και όχι από το ψυγείο, και χάρτινο τραπεζομάντιλο με μπλε βαρκούλες και μεγάλα γράμματα, ‘εξοχική ταβέρνα ο Γιώργος’.

Κάτσαμε όλοι μαζί. Εγώ και η Γιωργίτσα δίπλα-δίπλα. Η γιαγιά μου και η κυρία Μαρία δίπλα δίπλα. Οι διαπραγματεύσεις για το φαγητό είχαν γίνει πριν καν βγούμε από το δωμάτιο. Οι τηγανητές πατάτες είχαν απαγορευτεί. Το μπιφτέκι είχε απαγορευτεί και μπροστά στην εύνοια της τύχης να φάω δίπλα στην Γιωργίτσα αρκέστηκα στις γεμιστές ντομάτες, σαλάτα και... πρέπει να είχα φορέσει το πιο πετυχήμενο μου παραπονιάρικο ύφος γιατί τελικά εμφανίστηκαν και οι τηγανητές πατάτες. Μια μερίδα για μένα και μια για την Γεωργίτσα. Κρίνοντας βέβαια από το παστίτσιο που βρισκόταν μπροστά από την Γιωργίτσα ήμουν σίγουρος ότι ανάλογες διαπραγματεύσεις είχαν προηγηθεί της αναχώρησης τους από το ‘ενοικιάζονται δωμάτια’, περίεργο όνομα για ξενοδοχείο.

Γιατί όλα τα παιδιά τρελαίνονται για πατάτες τηγανητές; Μυστήριο. Πολλές φορές κοιτάζω παιδιά στις σημερινές ταβέρνες, οι καρέκλες βέβαια δεν είναι πια ψάθινες αλλά το τραπέζι συνεχίζει να έχει το ένα πόδι πιο κοντό, να τρώνε πατάτες με ένα βλέμμα που γυαλίζει και... Και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Εγώ δεν τρελαίνομαι πια για πατάτες τηγανητές. Μ’ αρέσουν στον φούρνο, σαν πουρέ, ο’γκρατέν αλλά τηγανητές; όχι ευχαριστώ!

Η κυρία Μαρία ζούσε στον Πειραιά και είχε άντρα ναυτικό που ταξίδευε όλο τον χρόνο και κάθε Αύγουστο ερχόταν στην Μεγαλόχαρη, τάμα, για να τον κρατάει γερό και δυνατό. Αυτά τα είχε πει απνευστί ρίχνοντας στον τέλος και έναν αναστεναγμό.

Εδώ πρέπει να σας εξηγήσω κάτι. Η γυναίκα μου είναι ξένη. Ξένη, όχι από τη Θράκη ή από κάποιο νησί. Αλλά ξένη. Από χώρα βόρεια και παγωμένη. Τα πάντα της φαίνονται καινούργια και πολλές φορές αστεία, ξέρετε τώρα τι ιδιόρρυθμο χιούμορ έχουν αυτές οι ξένες. Λοιπόν, εκείνη με έκανε να παρατηρήσω ότι στην Ελλάδα, κάθε φορά που οι γυναίκες λένε κάτι πολύ προσωπικό τους, στο τέλος αφήνουν και ένα αναστεναγμό.

Ο αναστεναγμός αυτός έχει τελείως δικό του ήχο και ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους αναστεναγμούς. Αυτή είναι μία άλλη παρατήρηση της γυναίκας μου. Ότι έχουμε χιλιάδες ήχους, αναστεναγμούς και επιφωνήματα, που πολλές φορές λένε πιο πολλά απ’ όσα οι λέξεις που χρησιμοποιούμαι. Λοιπόν ο συγκεκριμένος αναστεναγμός απαιτεί ελαφριά εισπνοή και ύστερα αργή εκπνοή γεμάτης ποσότητας αέρα, ο ήχος προαιρετικός. Μην το δοκιμάσετε όταν είσαστε μόνοι σας στο σπίτι.

Στον δεύτερο αναστεναγμό είχα αρχίσει να έχω πρόβλημα με την καρέκλα. Στον τρίτο έκοψα κομμάτι από το χάρτινο τραπεζομάντιλο και στον τέταρτο μου έπεσε το πηρούνι. Τώρα οι αναστεναγμοί ερχόντουσαν στερεοφωνικά.

Η Γιωργίτσα δεν μίλαγε καθόλου. Λερώθηκε λίγο με μία ντομάτα που τις έπεσε στο κατακίτρινο φορεματάκι αλλά κατά τα άλλα η απόλυτη σιωπή. Ούτε καν λοξές ματιές. Στην αρχή προσπάθησα σπρώχνοντας το ψωμί μου προς το μέρος της να τραβήξω την προσοχή της, αλλά τίποτα. Ήταν απορροφημένη με το διπλανό τραπέζι.

Όταν έπεσε το πηρούνι μου έριξε μία απορημένη ματιά, ‘Μα πως τα κατάφερες;’ ή ‘την έκανες πάλι!’ και δεν με ξανακοίταξε! Οι αναστεναγμοί συνεχιζόντουσαν, η Γιωργίτσα δεν με κοίταζε και ξέσπασε και ο πόλεμος!

Χα, σας έπιασα! Ποιος πόλεμος; Ο μεγάλος, ο ένας, ο μοναδικός. Αυτός που εκείνη την εποχή οι λίγοι τον λέγαν φωναχτά ο παγκόσμιος και οι πολλοί σιωπηλά και συνωμοτικά, το αντάρτικο και η γιαγιά μου με την κυρία Μαρία άρχισαν να θυμούνται και σαν να γέμισε δάκρυα το αυγουστιάτικο φεγγάρι της Τήνου.

**************************

Στη φωτογραφία όταν το Παγκράτι είχε ακόμα χωματόδρομους και ο υπογράφον φορούσε ακόμα κοντά παντελονάκια!!!

**************************

Την ιστορία την αφιερώνω στη Δάφνη φυσικά, στην Ντίνα και τον Γιάννη, ίσως κάποια μέρα που τα δάκρυα θα σταματήσουν να μου θολώνουν τα μάτια ίσως να συνεχίσω!




Ovi

Ετικέτες


Permalink για το "Η γιαγιά"

9 Comments:

Blogger scalidi said...

Υπέροχα νοσταλγικό, όμορφο, συγκινητικό -ιδίως αυτό, δάκρυσα κι εγώ- και αληθινό πέρα για πέρα, δεν ξέρω για πραγματικό και δεν νοιάζει, αλλά αληθινό και πηγαίο είναι στα σίγουρα.
Το να θολώνουν τα μάτια είναι πιο σημαντικό από τη συνέχεια...

30 Μαρτίου 2007 στις 12:08 μ.μ.  
Blogger philos said...

Όχι ίσως... θα συνεχίσεις και θα διηγηθείς αυτήν και άλλες ιστορίες στην Δάφνη σου εσύ ο ίδιος!
Καλή δύναμη, φίλε!

30 Μαρτίου 2007 στις 12:57 μ.μ.  
Blogger ci said...

Το αχ.. που αφήνει αυτή η ιστορία είναι γλυκό.

Και όπως λέει ο philos σε περιμένουμε κι εμείς μαζί με την Δάφνη, για να μάς πεις τη συνέχεια:)
Φιλιά, καλή δύναμη!

30 Μαρτίου 2007 στις 5:45 μ.μ.  
Blogger dodo said...

Γρήγορο πέρασμα από το τρυφερό στο αστείο και πάλι πίσω, στην ιδιαίτερη οπτική τών έξη χρόνων!
Αξίζει να γράψεις κι άλλα γι' αυτή την ξεχωριστή Γιαγιά...

31 Μαρτίου 2007 στις 7:40 π.μ.  
Blogger ellinida said...

Τι όμορφο! Μας ταξίδεψες κι'εμάς σε μιά γλυκειά θάλασσα αναμνήσεων. Να είσαι καλά.

1 Απριλίου 2007 στις 1:43 π.μ.  
Blogger Εαρινή Συμφωνία said...

Ααααχχ! Το ευχαριστήθηκα! Πες κι άλλο, κι άλλο!

1 Απριλίου 2007 στις 4:54 μ.μ.  
Blogger Ο,ΤΙ ΤΟΥ ΦΑΝΕΙ ΤΟΥ ΛΩΛΟΣΤΕΦΑΝΗ!! said...

εντάξει την ικανότητά σου να γράφεις ή καλύτερα να περιγράφεις την ξέρουμε...κι αυτό που μ'αρέσει περισσότερο είναι πως συνδέεις το σήμερα με το χθες...με μικρές λεξούλες που πάντα φέρνουν το χαμόγελο και τη σκέψη "μα έχει πραγματικά χιούμορ" αυτός ο άνθρωπος...:) δύο πράγματα σκεφτόμουν όσο διάβαζα το κείμενο σου...τη δική μου γιαγιά....και ένα κείμενο που είχα γράψει εγώ παλιά για κείνη...και το πόσο εύχομαι να καταφέρω να κάνω τα παιδιά μου να παίζουν κλέφτες κι αστυνόμουσ...μαμάδες και μπαμπάδες..καουμπόυδες και ινδιάνους...

να είσαι καλά...και να χαμογελάς...

2 Απριλίου 2007 στις 11:43 π.μ.  
Blogger Rodia said...

Ωραιότατο!:-))
Χαίρομαι να σε διαβάζω λέμε

4 Απριλίου 2007 στις 3:22 π.μ.  
Blogger oistros said...

Καλή Ανάσταση Θάνο. Κι από καρδιάς σ' ευχαριστώ.

4 Απριλίου 2007 στις 8:30 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home