Tabs: Blog | About Us |

27.4.07

Γαλανά, Καθάρια μάτια… σαν τον Καλοκαιρινό Ορίζοντα



Τον θυμάμαι χρόνια πριν… Καθόταν στην βεράντα, χειμώνα-καλοκαίρι. Και πίσω του η δίφυλλη μπλε πόρτα με το μπρούτζινο χεράκι. Φορούσε πάντα γιλέκο και μισό-τριμμένο μάλλινο παντελόνι. Πίσω του οι δυο λόφοι, σαν να τον προστάτευαν. Ήταν τόσο γέρος που οι ρυτίδες που σχηματίζονταν στο πρόσωπό του, έμοιαζαν με χαραγμένο χάρτη… Μιας χώρας άγνωστης. Ήταν ένας άνδρας μειλίχιος, γεμάτος αισθαντικότητα και αγαθοποιός, όπως έλεγαν όλοι στο χωριό, που αν και χτυπημένος από τη ζωή και τη μοίρα (ή είναι το ίδιο και το αυτό η ζωή και η μοίρα; Τέλος πάντων) αντιμετώπιζε τα πράγματα με κουράγιο εντυπωσιακό. Η αγροικία ήταν παλιά, βασανισμένη από τον χρόνο, έμοιαζε τόσο ταιριαστή με τον ιδιοκτήτη της. Κτίριο με παλιά κεραμίδια, ασπρισμένους τοίχους, μερικές φορές ο κατεστραμμένος σοβάς έδειχνε την στιβαρή πέτρα που στήριζε το κτίριο.

Την πρώτη φορά που τον είχα δει, τέλος Δημοτικού πρέπει να ήμουν, καλοκαίρι ήταν, τον είχα φοβηθεί. Κοιμόταν και εμείς οι ‘σπόροι’ της γειτονιάς είχαμε όρεξη για σκανταλιές. Εγώ ειδικά, είχα πρόσφατα χάσει τον πατέρα μου και δεν με χωρούσε ο τόπος. Ο ουρανός, στιγμιαία, είχε σκεπάσει με το αιθέριο πέπλο του τον καυτό ήλιο. Και εκείνος σαν να το κατάλαβε, άνοιξε τα μάτια του μονομιάς. Και πέτυχε εμένα το βλέμμα του να τον παρατηρώ ανάμεσα από τα ξύλινα κάγκελα. Μάτια τόσο καθαρά και γαλανά, όσο μια καλοκαιρινή μέρα. Ίσως περίμενα μάτια γέρικου, σχεδόν τυφλού σκύλου και βρήκα μάτια παιχνιδιάρη έφηβου. Από τότε άρχισε η διαδικασία γκρεμίσματος των στερεοτύπων που είχα στο μυαλό μου… Να μην πιστεύω αυτό που βλέπουν τα μάτια μου, αλλά αυτό που κρύβει η καρδιά του καθενός που είχα απέναντί μου. «Έλα εδώ εσύ!» ήταν οι πρώτες του κουβέντες με τη βροντερή του, γενναιόδωρη φωνή.

Εγώ είχα χάσει τον πατέρα μου, παππού δεν γνώρισα και εκείνος ήταν μόνος στη ζωή. Ο ένας μας συμπλήρωνε σαν δεκανίκι τον άλλο… Ο ένας σπασμένο πόδι, ο άλλος χέρι. Πότε τα καταφέρναμε να ισορροπούμε, πότε όχι. Αλλά αυτή η ιδιόμορφη, καθημερινή παρέα μας άρεσε. Και τις περισσότερες φορές στη βεράντα. Χειμώνα-Καλοκαίρι. Εκείνος ήταν στη δύση της ζωής του και εγώ στην ανατολή… Η μάνα μου θορυβημένη θετικά από την εξέλιξή μου από μέτριο και αδιάφορο μαθητή σε καλό, ερχόταν πότε να μας φέρει πίττα, πότε να μας φέρει φασόλια-σούπα και ζυμωμένο ψωμί και μας παρατηρούσε σιωπηλά. Μας τάιζε και μας νοιαζόταν και τους δυο. Διάβαζα να περάσω στο Πανεπιστήμιο με δική του προτροπή, αφού στο μεταπολεμικό χωριό μου, το φροντιστήριο ήταν πολυτέλεια. Αλλά εκείνος με έσπρωχνε… Είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, ήξερε να με καθοδηγεί και μου ενέπνεε σιγουριά εκεί που δεν είχα δράμι. «Μόλις γίνεις φοιτητής, ξέχνα τα κοντά παντελονάκια! Κύριος σωστός θέλω να γίνεις. Άνθρωπος καλλιεργημένος! Ότι έχεις στο μυαλό σου ποτέ δεν πρόκειται να στο πάρει κανείς… Εκεί χτίζεις τώρα.» μου έλεγε και με προέτρεπε να συνεχίσω το διάβασμα. Συγκεκριμένα, κάθε απόγευμα πήγαινα εκεί και διάβαζα δυνατά τύπους φυσικής, ενώσεις χημείας, ανώμαλα ρήματα και ουσιαστικά, ιστορία… Και εκείνος εκεί, να με στηρίζει απλά ακούγοντας την ανάγνωσή μου.

Αφού πέρασα στο Πανεπιστήμιο, κάτι που για εκείνον ήταν απόλυτα φυσικό, για λίγο, ξέχασα τη μάνα, το χωριό, τους φίλους μου που έμειναν εκεί να καλλιεργούν τα χωράφια και τον κυρ-Γιάννη. Η Αθήνα, η Μητρόπολη ήταν ελκυστική, γεμάτη ήχους, χρώματα, αρώματα, φώτα όλη τη νύχτα, φλερτ, σπουδές… Τόσα πράγματα μπροστά μου και εγώ τόσο άπειρος και διψασμένος... Εκείνο το βράδυ τον είδα στον ύπνο μου. Είχα να τον δω μήνες ολόκληρους αφού οι μετακινήσεις τότε ακόμα δεν ήταν εύκολες ούτε και τα λεφτά τα ξεκολλούσε η χήρα μάνα μου από τον τοίχο, και το χαρτζιλίκι που έπαιρνα στις οικοδομές όσα σαββατοκύριακα δούλευα μου κάλυπταν προσωπικές ‘πολυτέλειες’ όπως βιβλία, τυρί ναξιώτικο και κανένα μπουκάλι βερμούτ. Ρωτούσα τη μητέρα μου από το τηλέφωνο για εκείνον και εκείνη μου έλεγε ότι του πήγαινε φαγητό, ψωμί, φάρμακα και καραμέλες που τόσο του άρεσαν. Η οικογένειά μου τον είχε ‘υιοθετήσει’. «Έχει καταπέσει Κώστα μου… ο παππούς. Φώναξα και γιατρό προχθές. Δεν τον βλέπω καλά. Εσύ τρως καλά;» Μου είχε πει η μητέρα μου το προηγούμενο Σάββατο που την είχα πάρει.

Εκείνο το βράδυ είχαμε μεθύσει με βερμούτ και υποσχέσεις από όμορφες κοπέλες και αδιάκοπο φλερτ με το φεγγάρι και τη θάλασσα. Και είχα αγοράσει και το πρώτο μου πακέτο με τσιγάρα… Άσσος ήταν, του Παπαστράτου. Μαγική νύχτα. Αλλά ξύπνησα στην πρώτη ώρα… Τον είχα δει να έχει έρθει στο φοιτητικό μου, φτωχικό κοινόβιο. Είχε έρθει πάνω από το προσκεφάλι μου, με ακούμπησε, με φίλησε στο μέτωπο και με αποχαιρέτησε. Θυμάμαι ακόμα και ανατριχιάζω με τις κουβέντες του «Εγώ σε είχα σαν γιο και εγγονό μου μαζί. Τους είχα χάσει όλους με την Κατοχή και εσύ με έκανες να θέλω να συμπαθήσω το ανθρώπινο γένος ξανά. Μου χάρισες την αγάπη σου απλόχερα, χωρίς να ζητήσεις τίποτα, μου έδωσες ζωή από τη ζωή σου… Την ευχή μου, αγόρι μου.» και μετά χάθηκε. Η μορφή του έσβηνε σιγά-σιγά. Ξύπνησα με κλάματα.

Το πρωί, ημέρα Κυριακή, πήρα τη μητέρα τηλέφωνο στο μπακάλικο του χωριού. Ώσπου να έρθει η μάνα, ο κυρ-Στάθης μου τα έδωσε τα μαντάτα. «Σου τα είπα Κωστάκη; Ο γέρο-Καιρός*, που φρόντιζε η μάνα σου, ο κυρ-Γιάννης πέθανε…» Εκείνη την ώρα η μάνα του βούτηξε το τηλέφωνο. «Έσβησε… Θα έρθεις;» Με ρώτησε μονάχα. Εγώ μόνο το κεφάλι μου μπορούσα να κουνήσω, καταφατικά.

Σήμερα που σας μιλάω είμαι εξήντα ετών… έκανα οικογένεια, παιδιά, άνοιξα επιχείρηση μόνος μου και επιδιώκω να είμαι Άνθρωπος. Άλλες φορές τα καταφέρνω άλλες όχι… Αλλά έχω τις κουβέντες του μέσα μου. Ακόμα και σήμερα ξέρω ότι έχω έναν φύλακα-άγγελο στο πλάι μου… Όταν η ζωή με αγριεύει με τις κακοτοπιές και τις φουρτούνες της και προσπαθεί να με διαλύσει, εγώ έχω κάπου να πάω… Ανηφορίζω και πάω ακολουθώντας το μονοπάτι στο σπίτι ανάμεσα στους δυο λόφους μέρα καλοκαιρινή και εκεί με περιμένει ο καρδιακός φίλος και θετός παππούς μου να με παρηγορήσει και να με βοηθήσει να βρω τη λύση, μόνος μου… Με τα γαλανά του, καθάρια μάτια να με κοιτά γαλήνια. Γιατί η ζωή μας φέρνει αγγέλους… αρκεί να έχουμε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας και να τους αφήσουμε να σταθούν πλάι μας.


*= αυτό το παρατσούκλι είχε γιατί είχε ζήσει χρόνια και κακουχίες.

(Η ιστορία είναι απόλυτα φανταστική. Απλά σε εποχές βρώμικων χαρακτήρων, εξαθλιωμένων καταστάσεων, αδικίας και υποκρισίας, θεώρησα σημαντικό να διηγηθώ μια απλή και καθαρή ιστορία, την ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία ψυχής… και το πώς μπορεί κάποιος να αγγίξει την ψυχή ενός παιδιού, ενός ανθρώπου στην εξέλιξή του σε όλα τα επίπεδα).

Υ.Γ.: Ευχαριστώ θερμά το Φιλοξενείο, που μου πρόσφερε το χώρο του για να διηγηθώ αυτή την ιστορία.


Alexandra

Ετικέτες


Permalink για το "Γαλανά, Καθάρια μάτια… σαν τον Καλοκαιρινό Ορίζοντα"

29 Comments:

Blogger philos said...

Πολύ όμορφο!
Νομίζω πέτυχες το σκοπό σου!

27 Απριλίου 2007 στις 2:56 μ.μ.  
Blogger Alexandra said...

philos,
ευχαριστώ θερμά για το σχόλιο... είναι ενθαρρυντικό πολύ. :)

27 Απριλίου 2007 στις 3:56 μ.μ.  
Blogger melomenos said...

απο τις πιό όμορφες ιστορίες σου!

27 Απριλίου 2007 στις 6:18 μ.μ.  
Blogger aeipote said...

Καλογραμμένο. Όμορφο. Αγγίζει τον αναγνώστη και δίνει έναυσμα για σκέψεις σχετικά με τον άνθρωπο και το μεγαλείο του. . .

Καλό Βράδυ

27 Απριλίου 2007 στις 8:55 μ.μ.  
Blogger Alexandra said...

melomenos,
ευχαριστώ μελωμένε, ξέρω ότι έχεις διαβάσει πολλές από αυτές!

aeipote,
καλώς ορίσατε στα κείμενά μου. ευχαριστώ που αυτή η ανάγνωση σας έδωσε αυτές τις εικόνες.

καλό σας βράδυ.

27 Απριλίου 2007 στις 9:36 μ.μ.  
Blogger Βασιλική Παπαδημητρίου said...

ομορφο...
λεξεις γλυκες...

28 Απριλίου 2007 στις 8:50 π.μ.  
Blogger itelli said...

Λιτό κ απέριττο, εκτός από την ανθρωπιά που ξεχειλίζει. Πανέμορφο.

28 Απριλίου 2007 στις 1:26 μ.μ.  
Blogger allmylife said...

και όλα μπήκαν στη θέση τους.
οι αναλογίες της ανθρωπιάς και της γλυκύτητας.
της αλήθειας και του ήθους.
και είναι όλα ο καθρέφτης σου Αλεξάνδρα.

28 Απριλίου 2007 στις 4:48 μ.μ.  
Blogger Alexandra said...

βασιλική,
:) μερικές φορές το έχουμε ανάγκη... να μας μαλακώνουν...

itelli,
ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο. η ανθρωπιά στις μέρες μας σπανίζει...

28 Απριλίου 2007 στις 4:49 μ.μ.  
Blogger Alexandra said...

allmylife,
ελένη μου, γράφαμε παράλληλα!
ναι, μερικές φορές όλα πηγαίνουν μόνα τους. οι ήρωες οι ίδιοι παίρνουν μορφή και σε οδηγούν μόνοι τους εκεί που αυτοί κρίνουν...

ειλικρινά με συγκίνησες με τις λέξεις σου... (κοκκίνησα :)

28 Απριλίου 2007 στις 9:22 μ.μ.  
Blogger fish eye said...

σχεσεις ζωης αλεξανδρα μου,που τοσο μας λειπουν..πανεμορφο το διηγημα σου..

29 Απριλίου 2007 στις 10:52 π.μ.  
Blogger μια αντανάκλαση said...

Πολύ γλυκιά ιστορία.
Μου θύμισε το "Cinema Paradiso".
Λίγα παιδιά περνούν τα ξύλινα κάγκελα και γκρεμίζουν τα στερεότυπα γύρω τους. Είναι σημαντικό να τα τιμούμε.

29 Απριλίου 2007 στις 11:36 μ.μ.  
Blogger Alexandra said...

φεγγαροαγκαλιασμένη μου,
ναι... σχέσεις που μας εξελίσσουν και μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους... σε ευχαριστώ!

μια αντανάκλαση,
καλώς ορίσατε στο διήγημά μου... το 'σινεμά παράδεισο' όσο και αν ακούγεται περίεργο, δεν το είδα ακόμα! αν και βλέπω πολύ σινεμά... τότε είναι οι κοινές μνήμες που κληρονομούμε εμείς οι μεσογειακοί... και μοιάζουν... αλλά ναι, λίγα, πολύ λίγα παιδιά τολμούν να περάσουν τα ξύλινα κάγκελα και να γκρεμίζουν στερεότυπα... όσο μπορούμε, θα το κάνουμε!

29 Απριλίου 2007 στις 11:45 μ.μ.  
Anonymous Ανώνυμος said...

Αλεξάνδρα, πάντοτε καταφέρνεις να γράφεις σύντομα κείμενα και παρ' όλα αυτά καθε ιστορία σου να είναι πλήρης. Μπράβο!

30 Απριλίου 2007 στις 9:38 π.μ.  
Anonymous Ανώνυμος said...

Αγγίζει...

30 Απριλίου 2007 στις 11:27 π.μ.  
Blogger Alexandra said...

nuwanda,
ειλικρινά προσπαθώ όσο γίνεται να γράφω περιεκτικά. το κρατώ το σχόλιο με χαρά.

dolphin,
ειδικά εσένα δελφινάκι μου, χαίρομαι...

30 Απριλίου 2007 στις 2:01 μ.μ.  
Anonymous Ανώνυμος said...

Συγχαρητήρια !Μου άρεσε πάρα πολύ.

30 Απριλίου 2007 στις 4:37 μ.μ.  
Blogger Alexandra said...

εύη,
ευχαριστώ :)

1 Μαΐου 2007 στις 11:50 π.μ.  
Blogger Unknown said...

Λόγος που ρέει, αφήγηση λιτή και συναρπαστική συνάμα, αδιαμφισβήτητες αρετές του γραπτού σας. Μα πιο εντυπωσιακή ακόμα, η κρυστάλλινη διαύγεια της σκέψης που διακρίνει το σπουδαίο (για το οποίο δει ομιλείν), και η αμεσότητα με την οποία το κείμενο σας μιλάει γι’ αυτό. Ίσως γι’ αυτό και η ιστορία σας, μόνο φανταστική δεν φαίνεται… μιλάει με αλήθεια, για αλήθειες…
Εύγε.

1 Μαΐου 2007 στις 6:40 μ.μ.  
Blogger Rodia said...

Λες πως είναι φανταστική, αλλά υπάρχουν τέτοιες ιστορίες -ευτυχώς! :-)

2 Μαΐου 2007 στις 12:02 π.μ.  
Blogger Alexandra said...

καλημέρα και καλώς ορίσατε στην ιστορία μου!

νικόλαος,
θα κρατήσω την κάθε λέξη σας. ευχαριστώ για τη δική σας ματιά στη γραφή μου...

rodia,
ναι... μέσα από τη φαντασία μας μιλάνε οι μεγαλύτερες αλήθειες, πράγματι, ευτυχώς!

2 Μαΐου 2007 στις 10:37 π.μ.  
Blogger BeBe said...

Υπέροχο κείμενο. Υπέροχο.
Την καλημέρα μου :)

2 Μαΐου 2007 στις 11:49 π.μ.  
Blogger Filoxeneio said...

Να στε καλά που φέρατε όμορφες αναμνήσεις :)

2 Μαΐου 2007 στις 6:55 μ.μ.  
Blogger Alexandra said...

bebe,
ευχαριστώ θερμά για το σχόλιο! καλησπέρα από μένα :)

filoxeneio,
εσείς που προσφέρετε χώρο για επιλογές, σκέψεις και συναισθήματα σε όλους μας.

ευχαριστώ θερμά και πάλι! :)

2 Μαΐου 2007 στις 7:10 μ.μ.  
Blogger scalidi said...

ωραίο, αλχαντρούλα

3 Μαΐου 2007 στις 12:25 μ.μ.  
Blogger Alexandra said...

ευχαριστώ σταυρούλα μου.

3 Μαΐου 2007 στις 4:53 μ.μ.  
Blogger Αλεπού said...

Τώρα μόλις τη διάβασα την όμορφη ιστορία σου και μ' έκανες και δάκρυσα. Να είσαι καλά!

16 Μαΐου 2007 στις 3:34 μ.μ.  
Blogger Alexandra said...

αλεπού,
ευχαριστώ για το δώρο σου... να είσαι καλά.

22 Μαΐου 2007 στις 9:49 μ.μ.  
Anonymous Ανώνυμος said...

ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ 11 ΜΗΝΕΣ Η ΓΣΕΕ μου «ΥΠΕΞΑΙΡΕΙ»ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ 17 ΧΡΟΝΩΝ

21 Νοεμβρίου 2007 στις 5:15 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home