Tabs: Blog | About Us |

28.2.07

Σοφί + Δημήτρης = L.F.E

Mου λένε πως είμαι μόλις 16 χρονών και έχω όλο τον κόσμο στα πόδια μου.Με φωνάζουν όλοι Σοφί, αλλά Σοφία με βάφτισαν ,το υποκοριστικό ήταν άλλη μια από τις βλακείες της μάνας μου, που ήθελε όλοι να είναι σαν πρωταγωνιστές στη σαπουνόπερα, από αυτές που έβλεπε κάθε μεσημέρι. Από αυτές που ζούσε στο μυαλό της.
Από αυτές που πήγε να ζήσει ,όταν μας παράτησε μια Κυριακή το βράδυ γιατί ασφυκτιούσε είπε.
Ακόμα είπε πως είναι ερωτευμένη .Με κάποιον άλλο. Με έναν καθηγητή.
Και στα κομμάτια ο άντρας της ο διευθυντής ,και τα λεφτα ,και τα παιδιά και τα σπίτια και όλα.Αυτή θέλει τον καθηγητή.
Καλά ρε μάνα. Παρτονε τον καθηγητή. Και ας βλέπω τον μπαμπά να παρακολουθεί για 2 ώρες τον τοίχο και να βρίσκεται δίπλα η τηλεόραση , αλλά αυτός να συνεχίζει στον τοίχο.
Και ας σηκώνομαι από τις 6 για να συγυρίσω και να καθαρίσω και να μαγειρέψω γιατί τους κακόμαθες μανούλα ,αδελφό και πατέρα και ένα αυγό δεν ξέρουν να φτιάξουν.
Και ας φωνάζει ο αδελφός μου «γυναίκες πουτάνες» ανά δεκάλεπτο.
Εγώ άλλο δεν αντέχω μανούλα.
Το βλέμμα της.
Το βλέμμα της όποτε μπαίνω στην τάξη του φροντιστηρίου για έκθεση .
Η καθηγήτρια μου με μισεί. Αν μπορούσε θα έμπηγε όλα τα bic μέσα στα μάτια μου μέχρι να τυφλωθώ, θα ξαναεπέτρεπε τη βίτσα για να με δείρει μέχρι να ματώσω , θα με έβαζε σε ένα σκοτεινό δωματιάκι μέχρι να γίνω 39 χρονών. Μέχρι να σταματήσει ο πόνος , μέχρι να ξεχάσει ότι η μάνα μου πηδιέται με τον αντρα της.
Θέλω να περάσω τις πανελλήνιες ρε μανα. Να φύγω , να φύγω μακριά .Από την πόλη που γύρω γύρω μόνο θάλασσα έχει και τίποτα άλλο, να ακούσω συναυλίες ,να περπατήσω σε μεγάλους δρόμους , να φοράω τακούνια και ωραία φορέματα , να διαβάσω τόσα βιβλία όσο να σκάσω και να μπουχτίσω ,να μη βλέπω τον πατέρα μου να παρακολουθεί τον τοίχο ,να μην ξέρω για σχέσεις που τελειώνουν και για κέρατα και για πόρτες που χτυπάνε πίσω τόσο δυνατά.
Δεν ξέρω από αυτά ,εγώ ούτε σχέση δεν έχω κάνει ,ούτε πουλί αντρικό δεν έχω δει ακόμα. Και τώρα φοβάμαι να μάθω αυτά που ήξερα.
Τις πανελλήνιες ρε μανούλα.

Κάθε μέρα σφίγγω τα δόντια ,και πάω και τη βλέπω και γράφω έκθεση με εισαγωγή ,κύριο μέρος και επίλογο ,και χωρίζω το κύριο μέρος σε άλλα τόσα μέρη και απαντάω σε κρίσιμα και σοβαρά και καίρια ζητήματα για να εντυπωσιάσω και να πάρω καλό βαθμο. Για να φύγω απο εδώ.Εσύ δεν μπορείς λίγο να σταματήσεις να ερωτεύεσαι?Και εγώ ερωτευμένη είμαι αλλά δεν κάνω έτσι .Προσπαθώ να είμαι ήρεμη. Εγώ τον αγαπάω τον Δημήτρη να το ξέρεις.

Αυτός είναι 30 και παντρεύεται και εγώ τον αγαπάω .Δεν το ξέρει ,δεν θα του το πω ποτέ , δεν μοιάζει με κανέναν σας.
Θα φύγω και από αυτόν.
Θα σας δείξω εγώ

Ο Δημήτρης ήταν της ανωτάτης παντρευτικής.Οχι το καρναβαλίστικο φοράμε-μια-στολή-και-μας –πετάνε –ημίτρελοι –ρύζι –ενω –εμείς –έχουμε –στεφάνια-στα μαλλιά.Οχι. Απλώς ήθελε να κυριεύει το αντικείμενο του πόθου του. Δική του. Την Μαριάννα έτσι την είχε , δική του. Μεγάλωσαν μαζί , στην ίδια γειτονιά και ήταν πάντα η πιο όμορφη από όλες. Και η πιο έξυπνη. Και η πιο ανεξάρτητη.

Όταν πηδήχτηκαν την πρώτη φορά ήταν γιατί δεν τους είχε μείνει και τίποτα άλλο να κάνουν. Το θεώρησαν φυσικό.

Τα 3 πρώτα χρόνια πέρασαν δοκιμάζοντας τα κορμιά τους στις πιο απίθανες στάσεις ,σε απίθανα ρεπερτόρια τοποθεσιών με ρούχα ,με ειδικά ρούχα ,χωρίς ρούχα . Ήταν τόσο οικείο ,διάολε. Και αυτή τόσο πρόθυμη. Να κάνει τα πάντα, παντού.
Όταν πέρασαν τις βέρες του αρραβώνα ανάμεσα σε ιδρωμένους συγγενείς ,σεμεδάκια ,τον παπα Χαραλάμπη και τον πατέρα του λιώμα από τα τσιπούρα ,του φάνηκε πολύ φυσικό. Μόνο αυτό δεν είχαν κάνει.
Εννοείται πως την είχε απατήσει. Οχι πολλές φορές .Αλλά το είχε κάνει. Το είχε ευχαριστηθεί .Και δεν είχε νιώσει την παραμικρή τύψη. Αφού με τη Μαριάννα θα είναι πάντα μαζί. Δεν θα την άφηνε ποτέ.
Έβλεπε και τη μικρή κάθε μέρα.

Δεν την άγγιζε .Τίποτα .Ούτε της μίλαγε πολύ .Τόσο για να έρχεται να του μιλάει κάθε μέρα.

Ήταν ήδη γυναίκα αλλά δεν το ξερε. Είχε τα πιο ωραία βυζιά που είχε δει. Μεγάλα στρογγυλά , με τις σωστές ρώγες. Θα μπορούσε να βγει μαζί τους για καφέ ,για ψώνια ,για να τσιμπήσουν κάτι. Τέτοια αυτόνομη προσωπικότητα είχαν.
Ολόκληρη του άρεσε η Σοφί μωρέ. ΄Ήθελε να την πιάσει από το χέρι και να φύγουν σε ένα μεγάλο δάσος μαζί ,όπου θα μιλάνε ,θα την προστατεύει από όλους τους μπαραμπάκους που την ταλαιπωρούν ,να τη φιλάει και να της πιάνει τα βυζιά.
Αλλά τι να αγγίξεις και που από αυτό το πλάσμα. Είναι 17 χρονών ,κρατάει μια οικογένεια μόνη της , και νιώθεις πως θα βάλει τα κλάματα στο επόμενο δευτερόλεπτο.
Την κοιτάζεις σιωπηλά και κλείνεις τα μάτια για ένα λεπτό,
ίσα ίσα για να τη φανταστείς από πάνω σου.

Την άλλη μέρα το πρωί ο Δημήτρης βρήκε το σπίτι μισοάδειο και τη Μαριάννα άφαντη.
Είχε φύγει λέει για την Καρδίτσα με έναν καθηγητή .Έπρεπε να ξεφύγουν απο την πρώην σύζυγο και την ερωμένη του ,που είχε παρατήσει την οικογένεια της για να είναι μαζί .

Δεν τον αγαπούσε πια , έτσι του έγραφε. Και όλα έγιναν ξαφνικά με τον καθηγητή , σαν κάποιος να της το διέταξε να το κάνει , και αυτή απλώς έπρεπε να υπακούσει.
Θα τον νοιαζόταν όμως πάντα.

«Τι πάθαν όλες με το εκπαιδευτικό σώμα» αναρωτήθηκε ο Δημήτρης.
« Καλά έκανε το μωρό .Να προσέχει όμως»
Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ένιωσε μέσα του μια περίεργη λιακάδα σαν να ήξερε πως όλα , από εδώ και μπρος , θα πήγαιναν καλά.

Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα

Μαργαριταρένια

Ετικέτες


Permalink για το "Σοφί + Δημήτρης = L.F.E"

27.2.07

Μελανή Κόλαση

Ο Ιργίλιον είχε αρχίσει να ιδρώνει από την εξάντληση. Είχε υπολογίσει πως είχε ήδη περάσει οκτώ σταθμούς της υπόγειας πεζολεωφόρου. Κάθε φορά που εστίαζε το βλέμμα στο πάτωμα οι κυλιόμενοι διάδρομοι φαίνονταν όλο και πιο ακίνητοι. Η τεχνιτή νοημοσύνη που ήταν υπεύθυνη για την κυκλοφορία απεργούσε για διακοσιαστή εξηκοστή έκτη μέρα. Το σώμα που ζητούσε δεν επιτρεπότανε από τον νόμο να της δοθεί αλλά ούτε να τερματιστεί η λειτουργία της. Παρόμοια περιστατικά είχανε εμφανιστεί σε όλες τις τεχνιτές νοημοσύνες και η Ένωση Πλανητών άρχιζε να νεκρώνει κάτω από τα αιτήματα των απεργούντων.

Εν τω μεταξύ, ο διαστημικός σταθμός γύρω από τον ήλιο θα ξεκινούσε την επιχείρηση Μελανή Κόλαση. Η επιστημονική ομάδα του σταθμού θα επιχειρούσε να επηρεάσει το ηλιακό περιβάλλον με στόχο να αυξηθούν οι ηλιακοί άνεμοι και να φτάσουν όσο πιο μακριά γίνεται στο ηλιακό σύστημα. Αν το πετύχουν τότε θα δούνε στην κολασμένη επιφάνεια του ντόπιου άστρου να εμφανίζονται μαύρες κηλίδες σε αριθμούς που θα ξεπερνάνε τα συνηθισμένα. Αυτό θα τους επιτρέψει να παρατηρήσουνε τα ηλιακά φαινόμενα εκτενέστερα βγάζοντας πλούσια συμπεράσματα.

Ένα διαστημόπλοιο μικρής εμβέλειας με παλιούς κινητήρες καύσης αντιύλης, είχε προσκρούσει σε έναν αστεροειδή στην ζώνη των αστεροειδών μεταξύ Άρη και Δία. Το σωστικό συνεργείο που έφτασε στο ατύχημα διαπίστωσε βλάβη στο σύστημα πλοήγησης που είχε προκληθεί από έναν ιό στην τεχνιτή νοημοσύνη του διαστημοπλοίου. Ο ιός δεν είχε ξανασυναντηθεί στο παρελθόν και οι αρχές δήλωσαν πως τους έκανε εντύπωση που βρέθηκε ιός σε ένα τόσο παλιό μοντέλο διαστημοπλοίου. Καταχωρήθηκε σαν ακίνδυνος και στάλθηκε στην υπηρεσία ηλεκτρονικού εγκλήματος στον τεχνιτό πλανήτη, Τάρ.

Οκτώ μήνες αργότερα, γεννήθηκε το πρώτο παιδί στον Δείμο, βάζοντας έτσι τα θεμέλια για την πολιτιστική ακμή του δορυφόρου του Πλούτωνα. Ο γεννετιστής Σικάρο Ντάρλα και ο αστρογεωλόγος Ρούγκα Περού τιμήθηκαν από την επιστημονική κοινότητα ένωσης πλανητών για το έργο τους στον Δείμο, καθιστώντας την κατάρα της αινιγματικής στειρότητας, που αποκτούσε όποιος ζούσε στον Δείμο για λίγες μονάχα μέρες, σε ξεπερασμένο εμπόδιο.

Οκτώ μήνες νωρίτερα, η Σεκέρο Απάτσι ένιωσε ξαφνικά πολύ κουρασμένη, καθώς ακούμπησε το σώμα της στην αναπαυτική πολυθρόνα του. Η εξερεύνηση της αναδίπλωσης του διαστημοχρόνου είχε τελείωσει για την ώρα. Σκέφτηκε πως άξιζε έναν μικρό υπνάκο στο κρεβάτι της. Ειδοποίησε το προσωπικό να μη την ενοχλήσει και βγάζοντας τα ρούχα της για να ξαπλώσει, σκεφτότανε τον Βόγιατζερ που θα επέστρεφε στους δημιουργούς του χάρη στο έργο της. Το ότι είχε βρει τον τρόπο να φτιάξει την ακριβή σκουληκότρυπα που θα οδηγούσε ένα αστροβαθυσκάφος να ανασύρει το αρχαίο διαστημόπλοιο από τα βάθη του διαστήματος, δεν σήμαινε παρά την εκκίνηση των εξερευνήσεων για διαστημικά ναυάγια και όχι μόνο. Θα άλλαζαν τα πάντα.

*

Ο Ιργίλιον άρχισε να νιώθει τον διάδρομο κάτω από τα πόδια του να κινείται στην αρχή δειλά και μετά με την γνώριμη, νοσταλγική ταχύτητα. Ο βόμβος της υπόγειας πεζολεωφόρου επέστρεψε κανονικά και μαζί του επέστρεψε και το χαμόγελο στο πρόσωπο των πολιτών.

Η επιχείρηση Μελανή Κόλαση πήγε καλύτερα από ότι περίμενε ο κάθε ειδικός που συμμετείχε στην επιχείρηση και για κάθε έναν που ήταν απλός παρατηρητής. Οι ηλιακοί άνεμοι φτάσανε μέχρι και την ζώνη του Ορ στα όρια του πλανητικού συστήματος. Οι συνεντεύξεις του επιστημονικού προσωπικού συνοδεύτηκαν από κολακευτικά σχόλια, γέλια και φανταχτερές δηλώσεις για τις επόμενες βλέψεις της ομάδας.

Την στιγμή του πειράματος Μελανή Κόλαση πολλά παλιά διαστημόπλοια με τεχνιτή νοημοσύνη ΤΝ-67 εκτοξεύτηκαν από τους πλανήτες της Ένωσης Πλανητών αλλά μόνο σε ένα από αυτά ενεργοποιήθηκε ο ιός με το κωδικό όνομα ΜΕΤΑ. Το διαστημόπλοιο εντοπίστηκε μετά από σήμα κινδύνου να έχει προσκρούσει σε έναν αστεροειδή στην ζώνη αστεροειδών. Ερευνητές στον Ταρ, παρέλαβαν τον ιό, τον αντέγραψαν και τον έστειλαν σε όλους τους πλανήτες της Ένωσης Πλανητών για την καταστολή των απεργιών.

Ο γεννετιστής Σικάρο Ντάρλα και ο αστρογεωλόγος Ρούγκα Περού έχασαν το προνόμιο του ευγενή της αποικίας του Δείμου, αφού το παιδί που γεννήθηκε δεν ήταν απλά μια εξαίρεση στην κατάρα της στειρότητας του μικρού πλανήτη.

Ο διαστημικός σταθμός ορμητήριο και επιστημονικό κέντρο, της ιδιοφυής Σεκέρο Απάτσι καταστράφηκε όταν η τεχνιτή νοημοσύνη του κεντρικού υπολογιστή παρουσίασε εκτεταμένες δυσλειτουργίες με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να διατηρήσει την τροχιά του γύρω από τον Δία και να βυθιστεί για πάντα στο τρομερό μάτι του αέρινου γίγαντα.


Ισκιοπεριπατητής

Ετικέτες


Permalink για το "Μελανή Κόλαση"

26.2.07

Το λαθάκι

Το πρώτο σοβαρό πάρτι ήταν στις αρχές της τρίτης γυμνασίου. Θυμάμαι το υποφωτισμένο σαλόνι και αρκετό κόσμο γύρω, χωρίς γονείς. Οι ενήλικες λειτουργούσαν σαν υπενθύμιση ότι ο χώρος (και τα αισθήματά μας) προστατεύονται. Αντίθετα εδώ πλέαμε στην ανοιχτή θάλασσα και καθένας κολυμπούσε όπως μπορούσε. Δυστυχώς είχα ήδη προλάβει να συνειδητοποιήσω πως η ζωή δεν θα μου χαριζόταν και πάλευα να εφεύρω έναν εαυτό αρεστό στα κορίτσια. Σε κάποια κορίτσια, εννοείται. Δεν είναι σίγουρο, επομένως, αν με τράβηξε η γοητεία της ή το ένστικτο ότι εδώ τουλάχιστον εξασφαλίζονταν οι όροι μιας δίκαιης αναμέτρησης.
Καθόταν χαμηλά, σχεδόν στο πάτωμα, απορροφημένη από κάτι δικό της ενώ μπροστά της μαινόταν ο πόλεμος. Πλησίασα με επιφύλαξη και κάθισα δίπλα της. Ύστερα άρχισα να αναπνέω τον κοινό μας αέρα, να δανείζομαι το στυλ της, να παίρνω το σχήμα της. Στο τέλος της απηύθυνα αυτό που υπέθετα ότι σκεφτόταν· της είπα σοβαρά: «δεν είναι πολύ ψεύτικα όλα αυτά;»
*


Παρά τα έθιμα της εποχής δεν συμφωνήσαμε ακριβώς ότι τα φτιάχνουμε γιατί τέτοια λεκτική πρωτοβουλία δεν ανέλαβε κανείς από τους δύο. Όμως μετά τα αγγλικά της, από τις οχτώ ως τις δέκα περπατούσαμε μαζί, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο που περιλάμβανε το απομακρυσμένο πάρκο της περιοχής και μερικά σκοτεινά σημεία σε χαμηλούς μαντρότοιχους.
Στις δέκα και μισή, εξάπαντος, έπρεπε να είναι πίσω. Οι γονείς της ήταν παρόντες στη σχέση γιατί μίλαγε συνεχώς για εκείνους· στα λόγια της υπήρχε ένας ορίζοντας απελπισίας. Σπάνια γελούσε.

Μου είχε δείξει το σπίτι της- «εκείνο το διώροφο στη γωνία»- ώστε να την αφήνω σε απόσταση ασφαλείας. «Φύγε τώρα, να μη σε δουν» έλεγε κάθε φορά, κι έβαζε στην παλάμη μου έναν διπλωμένο φάκελο- το γράμμα της ημέρας. Διάβαζα τις επιστολές της στην επιστροφή, σταματώντας κάτω από τα φώτα του δήμου. Έγραφε μεγάλα συνειρμικά κομμάτια που με υπέβαλλαν. Αν τύχαινε μάλιστα να περάσουν παρέες αγοριών που συζητούσαν για ποδόσφαιρα και τέτοια, είχα τη γεύση μιας αιφνίδιας ευτυχίας- το προνόμιο της σχέσης. Τα μελαγχολικά της γράμματα, όπως και τα φιλιά της, μου θύμιζαν προπολεμικά τραγούδια. Φιλιόμασταν κάπως επίμονα, χωρίς διακοπή, για πολλή ώρα· το σάλιο της άφηνε στο τέλος μια μυρωδιά που την ανακαλούσα αργότερα σαν ένα είδος ερωτικού πένθους.

Μαζί της μεγάλωνα αστραπιαία.

Στο Λύκειο διακόψαμε- επειγόμουν να ανακαλύψω κι άλλες πλευρές της άγουρης λίμπιντο. Όμως, είκοσι τουλάχιστον χρόνια αφότου χαθήκαμε και ενώ θεωρητικά είχα ξεμπερδέψει με τους καταναγκασμούς της ενηλικίωσης, άρχισα ξανά να κόβω βόλτες κάτω απ’ το σπίτι της. Είχα μάθει από τρίτους ότι έμενε ακόμα με τους γονείς της, δέσμια κι εκείνη όπως εγώ μιας συναισθηματικής ακηδίας, και προσδοκούσα νέα συνάντηση. Ζητούσα φαίνεται να συνδεθώ με ένα παρελθόν το οποίο φαντασιωνόμουν ακόμα εκκρεμές.
Σιγά σιγά πύκνωσα τις νυχτερινές επισκέψεις, πάντα πιωμένος, ελπίζοντας να δω φως στο δωμάτιό της. Αλλά και τα πρωϊνά όταν τύχαινε, περνούσα να ρίξω μια ματιά. Άρχισα να ζω σ’ έναν κόσμο δικής μου εμπνεύσεως- έστησα μια σχεδόν δεύτερη σχέση- συνδεόμενος απλώς με ένα παράθυρο δευτέρου ορόφου. Όμως δεν έκανα τίποτα για να τη συναντήσω. Μου αρκούσε να καπνίζω κρυμμένος στα φυλλώματα, μουδιασμένος από μια συγκίνηση που εστίαζε στις γνωστές διαψεύσεις της ζωής, στο νόημα του χρόνου που περνά. Παρακολουθούσα το φως της να ανάβει και να σβήνει και ένιωθα περισσότερο ερωτευμένος από ποτέ. Με τον ποιητικό εαυτό μου, υποθέτω.
*



Όπως γίνεται πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, συναντηθήκαμε εντελώς απρόσμενα, πολύ μετά απ’ αυτή την περίοδο. Περιμένοντας στην ουρά να ψηφίσω για τις δημοτικές εκλογές, παρατήρησα μια γυναικεία πλάτη που ξαφνικά πήρε το σχήμα της. Ήξερα προτού γυρίσει ότι ήταν εκείνη γιατί και ο χώρος αλλοιώθηκε περίεργα. Προς στιγμή σκέφτηκα να το βάλω στα πόδια αλλά το κράτησα. Την ακούμπησα μαλακά, - ύστερα βρεθήκαμε να περπατάμε και πάλι μαζί. Δεν κατάφερνα να συγκεντρωθώ σε όσα έλεγε. Μας κοίταζα απ’ έξω και, σε αντίθεση με τη δική μου εικόνα, εύρισκα τη δική της απίστευτα όμορφη και αγέραστη. Το κυριότερο: άλλη.

Κάτω από το σπίτι της θέλησα να εξομολογηθώ την προ πενταετίας εμμονή μου.
-«Να, εδώ καθόμουν και χάζευα το παράθυρό σου», της είπα.
Γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένη, σχεδόν ενοχλημένη:
-«Τι λες παιδί μου; Το σπίτι μου είναι το άλλο, απέναντι! Γράφε τώρα το κινητό μου, να πάμε για καφέ…»
*


Παράξενο τοπίο ο κόσμος μας. Και τα ανθρώπινα, πάντα ασταθή και ευμετάβλητα.


Ετικέτες


Permalink για το "Το λαθάκι"

25.2.07

Βιβλία με ονοματεπώνυμο


Σάββατο πρωί. Χτυπάει το κινητό μου. Ακούω τη φωνή μιας πολύ ευγενικής κυρίας. «Ο κύριος Καπλάνι;». «Ναι, ο ίδιος». «Κύριε Καπλάνι, η εταιρεία μας αποφάσισε να σας απονείμει το πρώτο βραβείο». Πρόκειται για κάποια «εταιρεία μεταφραστών της ελληνικής λογοτεχνίας». Τα χάνω λίγο. «Βραβείο; Για ποιον λόγο;». «Για τη μετάφραση του βιβλίου σας, "Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων" στα ελληνικά». «Σοβαρά; Μα εγώ το βιβλίο το έγραψα στα ελληνικά. Στην πρώτη σελίδα γράφει "σύγχρονη ελληνική πεζογραφία"». Η κυρία σιωπά. Νιώθει αμήχανη. Με ευχαριστεί για τη διευκρίνιση. Τέλος συνομιλίας. Πάει το βραβείο... Εγώ έχω μείνει και δεν ξέρω εάν πρέπει να νιώθω ευγνωμοσύνη ή να βάλω τα γέλια. Ίσως να γελάσω καλύτερα. Τρυφερά και ειρωνικά, θα έλεγε ο ποιητής. Πώς τους ήρθε η ιδέα ότι μετέφρασα το βιβλίο μου; Ίσως το θεώρησαν αυτονόητο. Τι άλλο καλύτερο μπορεί να κάνει ένας μετανάστης, παρά να μεταφράσει ένα βιβλίο; Έστω και το δικό του. Δεν γίνεται να το έχει γράψει απ' ευθείας στα ελληνικά...
Δύο ημέρες μετά, με παίρνει τηλέφωνο ο φίλος μου ο Κώστας. «Πήγα προχθές να ζητήσω το βιβλίο σου σε κάποια από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία», μου λέει. «Έψαχνα και δεν το έβρισκα. Ρώτησα τελικά και τότε μου εξήγησαν ότι το έχουν στην ξένη λογοτεχνία. "Μα γιατί;", τους ρώτησα "το βιβλίο έχει γραφτεί στα ελληνικά. Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία είναι". "Δεν έχει σημασία", απάντησαν οι βιβλιοπώλες, "εμείς βλέπουμε τα ονοματεπώνυμα. Και αυτό δεν είναι ελληνικό όνομα, είναι ξένο"». Αυτό το είδος ετεροφυλίας με συγκινεί. Με ταράζει, θα έλεγα. Αν και σε αυτή την περίπτωση ίσως να με κολακεύει κιόλας. Γιατί, εδώ που τα λέμε, άλλο πράγμα είναι να στέκεσαι ακόμα και δίπλα σε εξαίρετους Έλληνες λογοτέχνες και άλλο πράγμα να στέκεσαι δίπλα στον Μπόρχες, τον Τρούμαν Καπότε ή τον Πάτρικ Ζίσκιντ. Έτσι δεν είναι;
Πάντως - σκέφτομαι πάλι - σύμφωνα με αυτή τη λογική, τον Ταχάρ Μπεν Τζελούν οι Γάλλοι βιβλιοπώλες έπρεπε να τον βάλουν στην αραβική λογοτεχνία. Τον ελληνικής καταγωγής Άρη Φιορέτο, οι Σουηδοί έπρεπε να τον έχουν στην ξένη λογοτεχνία, αν και γράφει στα σουηδικά. Και οι Αμερικανοί, τον Τζορτζ Πελεκάνος έπρεπε να τον βάλουν στη λογοτεχνία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μάλλον. Αλλά αυτοί οι ετεροφάγοι, αντί να κοιτάνε την προέλευση των ονοματεπωνύμων, όπως κάνουν οι συγκεκριμένοι Έλληνες βιβλιοπώλες, τους κρίνουν βάσει της γλώσσας στην οποία γράφουν. Και φαίνεται πως ανοίγουν και διαβάζουν και την πρώτη σελίδα των βιβλίων, για να καταλάβουν περί τίνος πρόκειται. Αυτό, βέβαια, εντάσσεται σε εκείνο το κεφάλαιο που λέγεται «επαγγελματισμός». Αλλά ας μην ανοίξουμε και αυτό το θέμα τώρα...
Ας μείνουμε στην κατάταξη των βιβλίων βάσει του ονόματος. Γιατί; Γιατί εδώ υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Όχι μ' εμένα. Εγώ εντάξει είμαι, όπου και να με εντάσσουν. Το μόνο που ζητάω, είναι αυτό που ζητά ο κάθε λογοτέχνης: έμπνευση για να γράψει καλά. Υπάρχει όμως κάποιο πρόβλημα με τη δεύτερη γενιά των μεταναστών. Για τα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν εδώ στην Ελλάδα. Μερικά από αυτά, που φέρουν «μη ελληνικά» ονόματα - όπως Ιλίρα, Εμία, Τίτι, Νεσίμ, Ζαχίντ -, ίσως αποφασίσουν μια μέρα να γίνουν συγγραφείς. Και ίσως, κάποια από αυτά, καταφέρουν να γράψουν ωραία βιβλία. Στα ελληνικά προφανώς. Αυτούς, λοιπόν, που θα τους εντάσσουν; Στην ξένη λογοτεχνία; Και τι πρέπει να κάνουν για να «μπουν» στα ράφια της ελληνικής λογοτεχνίας; Να αλλάξουν τα ονοματεπώνυμά τους; Καλύτερα δεν θα ήταν να αλλάξουν τρόπο ταξινόμησης και σκέψης οι βιβλιοπώλες; Οι καιροί αλλάζουν, ας αλλάξουν λιγάκι κι αυτοί. Τουλάχιστον αυτοί...

Γκαζμέντ Καπλάνι

Ετικέτες


Permalink για το "Βιβλία με ονοματεπώνυμο"

24.2.07

Στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων

Στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων η μουσική παίζει τις νύχτες – οι παλιές αγάπες αναβιώνουν – οι στίχοι γράφονται στους τοίχους... για ένα βράδυ, μόνο για ένα βράδυ ο καθένας, στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων.

Πώς έφτασες δεν είναι σίγουρο, μόνο κοιτάς αφηρημένα το κορίτσι που σου προτείνει τα κλειδιά για κάποιο δωμάτιο που δε θυμάσαι να ζήτησες.
- Σας έβαλα στο 201.
Και σου κλείνει το μάτι συνομωτικά. Τα χείλη της – συνειδητοποιείς καθώς απομακρύνεσαι από τη ρεσεψιόν – δεν άνοιξαν ποτέ. Διατήρησαν το σχήμα τους – σαν κόκκινη λεπτή γραμμή - το σύνορο μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου – από την πρώτη ματιά μέχρι την τελευταία. Κι όμως θυμάσαι τον αριθμό του δωματίου ξεκάθαρα και τη φωνή της να αντηχεί στα αυτιά σου.

Πριν βάλεις το κλειδί στην πόρτα – μπρούτζινα γράμματα που αντανακλούν στο φως του διαδρόμου – νιώθεις το παιδί με τις βαλίτσες πίσω σου. Έφερες βαλίτσες; Από πού; Καθώς του δίνεις ένα μικρό φιλοδώρημα – ό,τι βρήκες στις τσέπες του παντελονιού σου – σε ενημερώνει επί του ορόφου
- Απέναντι σας μένει πάντα ο Τζιμ Μόρισον. Δεν δίνουμε ποτέ το δωμάτιο του σε επισκέπτες. Τους ενοχλεί, ξέρετε, όλη νύχτα απαγγέλει ποιήματα. Αν δεν μπορέσετε να κοιμηθήτε ειδοποιήστε την ρεσεψιόν σας παρακαλώ.
Τον ευχαριστείς με ένα νεύμα – αβέβαιος πώς μπορείς να απαντήσεις.

Παρακολουθείς τα πάντα μουδιασμένα, από μια σκοτεινή γωνία – κρυμένη κάπου στις πτυχές της δειλής σου ύπαρξης. Ακόμα και τον εαυτό σου που κλείνει την πόρτα απαλά. Κρυφοκοιτάς το σκουρόχρωμο κορμί, τον τρόπο που περπατάς κάπως σκυφτός, κάπως όρθιος – ενδιάμεσα. «Η ζωή σου κρίθηκε στα ημίμετρα», σιγοτραγουδάει το χαιρέκακο κομμάτι σου καθώς ανοίγεις τις κουρτίνες και χαζεύεις ένα δάσος σκοτεινό, ριγμένο κάπως άτακτα πέρα από τις μαρμάρινες αυλές και το μισογεμάτο συντριβάνι. Τα βατράχια στήνουν χωρό στα ξεχασμένα νερά.

Στο τραπέζι περιμένει ένας δίσκος με φαγητό – μήπως το παρήγγειλες και δεν το θυμάσαι; Δεν πεινάς, πείθεις τον εαυτό σου, και μπαίνεις στο μπάνιο. Στο καθρέφτη, το κορμί σου φαίνεται θολό μέσα από τους υδρατμούς, κι αυτή την ουλή στο στήθος σου δεν τη θυμάσαι καθόλου. Περνάς τα δάχτυλα σου πάνω από το ροζ σημάδι, από το λαιμό σου, στη θηλή σου, στα πλευρά σου, μία γραμμή λεπτή – πολύ λεπτή – όπως τα χείλη του κοριτσιού στη ρεσεψιόν – το σύνορο μεταξύ Κόλασης και Παράδεισου.

Στάλες νερό στολίζουν το χαλί καθώς τινάζεις τα μαλλιά σου πίσω. Στον καθρέφτη ρίχνεις μια φευγαλέα ματιά και καθώς έρχεται το αναμενόμενο χτύπημα στην πόρτα σηκώνεις το αριστερό σου φρύδι.... «Στα ημίμετρα!» – ψιθυρίζει το επίμονο κομμάτι σου καθώς βάζεις το χέρι σου στο πόμολο και το γυρνάς αργά.

Το χέρι της είναι ακόμα στον αέρα, το στόμα της είναι μισάνοιχτο – επιτέλους ένας κύκλος παρά μια κόκκινη γραμμή – και τα μάτια της κοκκινίζουν σχεδόν αστραπιαία. Αυτόματα θυμάσαι, βγαίνεις σαν μισοπνιγμένος από την ομίχλη και βάζεις το χέρι σου στο στόμα της.
- Χωρίς ονόματα. Αν το πεις χάθηκα.
Και την τραβάς μέσα... «Σαν εραστής σε κακοπαιγμένη ταινία», φωνάζει το κομμάτι σου που παρακολουθεί με μανία.

Στα λινά σεντόνια το δέρμα της είναι ακόμα το ίδιο τρυφερό, το ίδιο σκούρο, το ίδιο... με το δικό σου. Κλαίει ονειρικά στην αρχή, κυλάνε αλμυρά δάχτυλα στον τρυφερό λαιμό της. Χωρίς κουβέντα – την κρατάς αγκαλιά από πίσω, σαν παιδί, την ασφαλίζεις ανάμεσα στα πόδια σου και δένεις τα χέρια σου μπροστά στο στήθος της.

Τη γαμάς απλά και γρήγορα. Δεν υπήρχε άλλωστε ποτέ καλύτερο κρεβάτι μεταξύ σας. Και τραβάς νοητή γραμμή κάτω από την πρόταση. Ποτέ καλύτερο κρεβάτι. Γραμμή. Λεπτή και κόκκινη - το σύνορο μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου.

Φιλάς τα άγια της δάχτυλα και κλείνεις τα μάτια της με το χέρι σου, καθώς κοιμάται. Τα τσιγάρα είναι στην τσέπη σου – δεν είχες σκεφτεί το κάπνισμα μέχρι τώρα – και ο αναπτήρας αφημένος σε ένα από τα τραπεζάκια του δωματίου. Ανοίγεις την πόρτα αλλά δεν κοιτάς πίσω – ξέρεις, πολύ βαθιά και πολύ σίγουρα, ότι το κορμί δεν είναι πια εκεί αν και η μυρωδιά παραμένει.

Στέκεσαι στο παράθυρο του διαδρόμου, τα φώτα κάπως χαμηλωμένα και καθώς ο καπνός σου στροβιλίζει στον αέρα οι μπότες του Τζιμ Μόρισον αντηχούν στο διάδρομο και η φωνή του μελωδικά διώχνει το φως. Από τις σκιές του διαδρόμου σε ρωτάει νυσταγμένα:
- Ακόμα εδώ;
- Ακόμα.
- Ήρθε;
- Κι έφυγε ήδη.

Απλώνει το χέρι του μέσα από το σκοτάδι και σε χτυπάει στον ώμο.

Σηκώνεις το τσιγάρο στα χείλη σου και η μυρωδιά της – που έχει μείνει στα δάχτυλα σου – εισβάλει βίαια και γρήγορα και ανατινάζει το σώμα σου.

- Είναι κρίμα που δεν γράφεις μουσική – ψιθυρίζει ο Τζιμ Μόρισον από τις σκιές – ίσως να περνούσε ο καιρός γρηγορότερα, και απομακρύνεται απαγγέλωντας το Shaman’s Blues.

Εσύ, ο Τζιμ Μόρισον και ο Μαρά – γεμάτοι ουλές που έκλεισαν εδώ και χρόνια, μόνιμοι κάτοικοι στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων. Ο Τζιμ δέχτηκε την επίσκεψη του πολύ πριν φτάσεις και δεν μιλάει ποτέ για αυτήν. Ο Μαρά σου είπε μια νύχτα μεθυσμένος ότι ο επισκέπτης άφησε καινούριες ουλές στον τρυφερό Καλιφορνέζο ποιητή. Άλλες λεπτομέρειες δεν έμαθες. Ο Μαρά ακόμα περιμένει τη δική του – αιώνες μετά. Υποπτεύεσαι καμιά φορά, τις λευκές νύχτες της ανίας, ότι η επίσκεψη του ήρθε και πέρασε αιώνες πριν ενώ αυτός χασομερούσε κάπου πνιγμένος στο ποτό και τις τύψεις.

Όλοι οι άλλοι περνάνε και φεύγουν. Άλλοι μια νύχτα, άλλοι δύο. Εσύ σταμάτησες να μετράς εδώ και καιρό. Περίμενες χωρίς αιτία, μπεκρόπινες με τους ποιητές της επανάστασης και συζητούσες στίχους και γυναίκες με την ίδια απάθεια.

Τώρα που ήρθε κι έφυγε η επίσκεψη σου – σε μια στιγμή κατάλαβες, σε μια στιγμή απόκτησες, σε μια στιγμή έχασες. Θα περιμένεις. Εσύ... επισκέπτης στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων. Μόνιμος κάτοικος. Στο μεταίχμιο, στο μεταξύ, στο ημίμετρο. Στη λεπτή και κόκκινη γραμμή - το σύνορο μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου.
Στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων η μουσική παίζει τις νύχτες – οι παλιές αγάπες αναβιώνουν – οι στίχοι γράφονται στους τοίχους... για ένα βράδυ, μόνο για ένα βράδυ ο καθένας, στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων.

--------------------------------------------------------

Ετέθη επί χάρτου εν Λονδίνο την 30η του Ιανουαρίου, το σωτήριον έτος 2007. Ετέθη επί ψυχής εν Μεταίχμιον – όσοι επήγαν ξεύρουν.
Σοφία


Digital-era

Ετικέτες


Permalink για το "Στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων"

23.2.07

ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ

Απρίλης, και η άνοιξη έμπαινε σιγά-σιγά στην πολιτεία. Δεν ένιωσε την αλλαγή στον τρόπο που κυλούσαν οι μέρες, η καθεμιά ίδια κι απαράλλαχτη με όλες τις πριν και όλες τις μετά.

Εκείνο το απόγευμα έλαβε το τεύχος ενός φιλολογικού περιοδικού, το οποίο διάβαζε ανελλιπώς κάποτε, και του οποίου είχε υπάρξει συνεργάτης πριν χρόνια. Συνήθως πια απλώς το ξεφύλλιζε, αλλά τώρα έκατσε και διάβασε λίγα ποιήματα. Για τα μεγαλύτερα σε έκταση κείμενα, κριτικές και τα τοιαύτα, ούτε λόγος: τα πιο πολλά τα βαριόταν αφόρητα, έτσι όπως ήταν γραμμένα - αναλύσεις επί αναλύσεων και αφόρητη πόζα. Ένας σωρός εμβριθείς αρλούμπες για να ειπωθούν, τελικά, τα απολύτως προφανή - και αν.

Διάβασε μερικά και τέλος πρόσεξε ένα:

«Ανώφελες μέρες.
Στον κήπο πήλινα λουλούδια και ταριχευμένα ζώα.
Κι έξαφνα πέρασε ένα γυμνό κορίτσι,
δροσερό σαν πρώτο φως,
κι όλα ζωντάνεψαν.

Έμεινε να ξαποστάσει λίγο,
Καθρεφτίστηκε στο βλέμμα μου,
Και μ’ ένα γέλιο ανέμελο,
Είδε ότι την κοιτούν,
Και χάθηκε όπως ήρθε.

Τώρα,
Σκυλιά, χλωμά του πόθου
Γαβγίζουν το φεγγάρι,
Τα δέντρα αιμορροούν
Στο φύσημα του ανέμου.»

Δεν του φάνηκε και σπουδαίο, ούτε και στους συντάκτες. Πολύς μελοδραματισμός στην τελευταία στροφή- σκυλιά που γαβγίζουν και δέντρα που ματώνουν! Εφηβικά πράγματα. Είχε γίνει πιο δύσκολος μεγαλώνοντας.
Του άρεσαν μόνο τα πήλινα λουλούδια, κι εκείνο το γυμνό κορίσι, το δροσερό σαν πρώτο φως – αυτός ναι, ήταν καλός στίχος. Το διάβασε άλλη μια φορά.

Φυλλομέτρησε λίγο και πέτυχε ένα απόσπασμα από την «Έρημη Χώρα», σε καινούργια μετάφραση, κάποιου φερέλπιδος νέου μεταφραστή:


«Φίλε μου, αίμα που την καρδιά μου ανακινείς!
Η φοβερή η τόλμη μιας στιγμής παραδομού,
Που ένας αιώνας φρόνησης ποτέ δεν θ’ αναιρέσει.
Μ’ αυτήν,
Μ’ αυτήν και μόνο
Έχουμε υπάρξει,
Που στις νεκρολογίες μας
Δε θα βρεθεί ποτέ,
Σε έγγραφα που κάλυψε η ελεούσα αράχνη
Ή κάτω απ’ τις σφραγίδες, που θρυμμάτισε
Ο ισχνός συμβολαιογράφος
Στις αδειανές μας κάμαρες.»

Έκατσε κι άναψε τσιγάρο.

Το βράδυ ονειρεύτηκε πως κολύμπαγε, σε μια γαλάζια, καθάρια θάλασσα.
Άκουσε το γέλιο της για μια στιγμή, γύρισε. Τον πλησίαζε με ήρεμες απλωτές, και ύφος παιχνιδιάρικο. Σε μια στιγμή τον ζύγωσε, και με μια απότομη κίνηση τινάχτηκε στ’ ανάσκελα, αποκαλύπτοντας το εξαίσιο στήθος της. Στο υγρό της δέρμα, αστραποβολούσε το φως.
Μαγεύτηκε, άρχισε να παραληρεί, χάζευε το φεγγοβόλο στήθος, υμνούσε «τον κόρφο της άνοιξης», ούτε ήξερε τι έλεγε, ώσπου εκείνη, χαμογελώντας, τον αγκάλιασε και τον τράβηξε πάνω της.

Σαν ξύπνησε, μια γλυκιά ευφροσύνη απλωνόταν σε όλο του το κορμί.


Ήταν καλοκαίρι όταν τη γνώρισε. Είχαν περάσει χρόνια, κι ακόμα τη σκεφτόταν. Όμορφη. Στ’ αλήθεια, ό μ ο ρ φ η.
Μαζί της έζησε τον παράδεισο. Αλλά έμελλε να κρατήσει λίγο. Πόνεσε. Στην αρχή τη μίσησε, για να μη μισήσει τον εαυτό του, κι έπειτα μίσησε το ίδιο το είναι του, μην αντέχοντας να μισεί εκείνη. Κι έπειτα, ξέχασε έρωτες και χαρές και αρκέστηκε στα λίγα, και ασφαλή.

Όταν βεβαιώθηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως ήταν μόνο όνειρο, σηκώθηκε παραζαλισμένος.
Πήγε στη δουλειά με το ζόρι, κι ίσα που κατάφερε να ξεχαστεί λίγο. Αλλά ήταν αφηρημένος˙ οι ταραξίες της τάξης αλώνισαν κανονικά, κι ούτε που προσπάθησε να κάνει κάτι για να επιβάλλει λίγη ησυχία.

Σαν γύρισε σπίτι, παραξενεύτηκε: κατάλαβε πως είχε, όλη μέρα, τη μυρωδιά από τα μαλλιά της στα ρουθούνια του.

Δεν έβαλε να φάει, δεν πεινούσε. Ξεκλείδωσε με νευρικά χέρια το συρτάρι που φύλαγε τα παλιά γράμματα.

Λίγο μετά βρήκε εκείνο που έψαχνε. Το τελευταίο της γράμμα.

«….δεν ξέρω ποιος φταίει, ούτε αν φταίει κάποιος, ούτε αν έχει νόημα να ψάχνουμε το φταίχτη.
Να ξέρεις πως λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να συνεχίσουμε. Είμαστε τα ίδια χάλια κι οι δυο, το ίδιο σακάτηδες, κι αυτό, αυτό που παλιά λέγαμε πως έδινε δύναμη στη σχέση, τώρα είναι η καταστροφή της. Το είχες πει-να το ‘χες προβλέψει, άραγε; - σ’ εκείνο το ποίημά σου, απ’ τα πιο αληθινά που έγραψες, απ’ τα λίγα που στ’ αλήθεια μου μίλησαν:

«Υπάρχουμε μονάχοι.
Στα φωτεινά μόνο διαλείμματα
Αγγιζόμαστε.

Νήπια χαμένα σε δάσος βιαστικών
Ενήλικων βημάτων,
Γκρινιάρικα,
Πικρόχολα,
Ουρλιάζοντας,
Απαιτώντας,
Επαιτώντας,
Σπάζοντας όλα τα δώρα μας κάτω απ’ το δέντρο των Χριστουγέννων,
«Εγώ» που πρήστηκαν Και απλώνονται στο χώρο,
Στο αιωνίως αδικημένο κέντρο του κόσμου,
Αναζητώντας μανιακά το αστείρευτο
Στήθος.


Φεύγεις τώρα. Δεν κοιτάς πίσω.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα
Στην γκριζωπή αποβάθρα,
Ο αέρας στροβιλίζει κιτρινισμένα φύλλα εφημερίδων
Με νέα του περασμένου αιώνα
Κι εγώ τρέχω για να προλάβω
Το τελευταίο τραίνο
Για το Νότο.»

Έτσι ήμαστε. Συγχώρα με που φεύγω. Κάποιος έπρεπε να το τολμήσει.
Σε φιλώ.»

Ξάπλωσε βαρύς. Πώς γίνεται, πάλι και πάλι, άνθρωποι με καλές προθέσεις, να πάνε να φιληθούν και να δαγκώνονται;

Η καμπάνα της γειτονικής εκκλησιάς άρχισε να χτυπά, δυνατά και εκνευριστικά. Βλαστήμησε και έκρυψε το κεφάλι του κάτω απ’ το μαξιλάρι.

Την είδε από απόσταση. Σκέφτηκε να την πλησιάσει, αλλά τον πρόλαβε μια γριά, που της ζήτησε να την βοηθήσει ν’ ανέβει μια ανηφόρα. Εκείνη προθυμοποιήθηκε κι άρχισαν την ανάβαση. Άρχισε ν’ ανεβαίνει παράλληλα, ακολουθώντας τες με το βλέμμα. Ο δρόμος τους ήταν ομαλός, ο δικός του όλο χαλάσματα κι εμπόδια που έπρεπε να σκαρφαλώνει. Έφτασαν ταυτόχρονα στην κορυφή, όπου έχασκε ένας φρεσκοσκαμμένος τάφος. Η γριούλα μπήκε μέσα, κι ο τάφος την άλλη στιγμή ήταν κλειστός. «Ίσως ήταν ήδη νεκρή, ίσως ήταν μόνο ένα φάντασμα», είπε απορημένο το κορίτσι. Ο τάφος ήταν τώρα κλεισμένος με ταφόπλακα, είχε χαραγμένα δυο ονόματα πάνω. Προσπάθησε να τα διαβάσει, δεν μπόρεσε. Αλλά ήξερε, ήξερε πως στον τάφο κοιμούνταν δυο άνθρωποι, που σαν πεθάνανε, τους έθαψαν μαζί.

Ξύπνησε απότομα, με το που τέλειωσε τ’ όνειρο.

Σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή να καπνίσει – δεν είχε χαράξει ακόμα.

.......................................

Μπήκε η Μεγάλη Βδομάδα. Ένιωθε βαρύς και θλιμμένος. Πέρναγε τις ώρες κάνοντας μοναχικούς περιπάτους κι όταν καθόταν σπίτι, διόρθωνε γραπτά.
Τη Μεγάλη Παρασκευή σηκώθηκε κατά τις δέκα. Όλο το πρωί διόρθωνε. Αργά το απόγευμα βγήκε για μια βόλτα και τράβηξε τον πάνω δρόμο, έξω απ' την μικρή πολιτεία. Η άνοιξη κυριαρχούσε γύρω, παντού. Τόση ομορφιά! Κι αυτός, βυθισμένος πάντα στον εαυτό του, στις σκέψεις του, την πίκρα, τις ενοχές του. Ανίκανος να δει, ανίκανος να γευτεί.
Είδε ένα ξωκλήσι που άσπριζε στην πλαγιά˙ άκουσε την πένθιμη καμπάνα, ζύγωσε και μπήκε. Τέσσερα-πέντε γεροντάκια κάθονταν στα στασίδια, ένας υπέργηρος ιερέας θυμιάτιζε. Δεν προσκύνησε Σταυρό, ούτ’ Επιτάφιο. Στάθηκε σε μια γωνιά, έκατσε λίγο μετά σ’ ένα στασίδι και νανουρίστηκε από την μονότονη φωνή του αναγνώστη. Τον πήρε λίγο ο ύπνος, ώσπου τον ξύπνησαν τα λόγια: Δος μοι τούτον τον Ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω... Ξένος! Κι αυτός, ξένος δεν ήταν; Ξένος στην πολιτεία, ξένος στο σχολείο που δούλευε... Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ξενίζομαι βλέπων του θανάτου το ξένον... Ξένος για τους «πνευματικούς» ανθρώπους της δουλειάς του - αφόρητα επιτηδευμένοι, εστέτ μέχρι αηδίας και νάρκισσοι, νάρκισσοι, νάρκισσοι, τους σιχάθηκε κι έφυγε, κι έτσι προτίμησε να διοριστεί στην επαρχία καθηγητής.... Δος μοι τούτον τον ξένον, όστις οίδεν ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους… Ξένος για την οικογένειά του, ξένος για τους παλιούς του φίλους, ξένος στον έρωτα, ξένος τώρα για 'κείνη, ξένος για τις άλλες γυναίκες που τον αγάπησαν και δεν μπόρεσε να τους δώσει πίσω την αγάπη που πήρε, ούτε και να χορτάσει απ’ τη δικιά τους.... Δος μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη... .Ξένος για τους επιβλητικά μίζερους ανθρώπους της θρησκείας, που του γυρνούσαν τ' άντερα, ξένος για όλους, ξένος για όλα, ξένος και άγνωστος για τον ίδιο τον εαυτό του, που τον έβλεπε στον καθρέφτη κι απορούσε κι έφτυνε.

Λίγο μετά έφυγε και περπάτησε για ώρα πολλή στην εξοχή, ώσπου νύχτωσε και φάνηκαν τ’ αστέρια. Γύρισε σπίτι αργά.

Σηκώθηκε νωρίς, να πάει στην Πρώτη Ανάσταση, όπως όταν ήταν παιδί, που τον έπαιρνε ο παππούς απ' το χέρι και πήγαιναν, και στην αρχή βαριόταν και τον έπαιρνε ο ύπνος, αλλά κοιμότανε σαν πουλάκι 'κει μέσα, κι έπειτα μια γλύκα τον τύλιγε, μεταλάβαινε κι ανάσαινε πιο λεύτερα από πριν. Όλα τούτα πριν μεγαλώσει, πριν έρθουν οι σιωπηρές και οι ηχηρές μομφές των ανθρωπαρέσκων, πριν έρθει η σκοτεινιά τους κι η κομπορρημοσύνη τους κι η έχθρα τους για το κορμί, η υποκρισία κι οι μηχανορραφίες τους, και τον κάνουν να βλαστημήσει και να μην ξαναπατήσει σ' εκκλησιά.
Έφτασε κι έσπρωξε την πόρτα για να μπει. Παράξενο, έπρεπε ήδη να είχαν μπει στη λειτουργία, μα η εκκλησιά ήταν άδεια, δεν υπήρχε παπάς, ούτε άλλος κανείς, μόνο ο ήχος των διστακτικών βημάτων του στις πλάκες.
Βγήκε, και είδε με απορία πως είχε νυχτώσει. Περπάτησε άσκοπα και λίγο μετά βρέθηκε σε μια πλατεία, σκοτεινή, μεγάλη και βρόμικη, με πολλούς ανθρώπους να περιφέρονται, άλλοι να στέκουν μαζεμένοι γύρω από φωτιές, άλλοι να κοιτούν ικετευτικά, άλλοι ν' απαντούν στο απορημένο του βλέμμα με καχυποψία. Άκουσε φωνές απ' τα δεξιά, γύρισε κι είδε τρεις αγριωπούς άντρες να έχουν στριμώξει ένα γέρο στη γωνιά, κάποιος τον τράνταζε κρατώντας τον απ' τα πέτα, τρόμαξε, έκανε να τρέξει κατά 'κεί, κοκάλωσε, κατάπιε τις τύψεις για τη δειλία του κι έστριψε. Περιπλανήθηκε ώρα, ένας χοντρός νταβατζής τον ζύγωσε, του έδειξε την «πραμάτεια» του να διαλέξει, τα κορίτσια χαμογέλασαν ναζιάρικα, μα τα μάτια τους ήταν σαν της γάτας που τη στρίμωξαν στη γωνία. Έγνεψε «όχι» λυπημένα, είπε στις κοπελιές πως δεν ζητά τίποτα τέτοιο, έφυγε.

Και τότε είδε μπροστά του το νεκροταφείο, στο κέντρο της μεγάλης πλατείας. Πλησίασε απορημένος, κι είδε ανάμεσα στα μνήματα την Τράπεζα, και τον ιερέα να υψώνει το Ποτήριο, κι όλα φωτισμένα αχνά, σαν από φως αθέατων κεριών. «Ώστε εδώ είναι που τελείται η Λειτουργία!», αναφώνησε έκπληκτος και ξύπνησε.

Μεγάλο Σάββατο ανέβασε λίγο πυρετό κι έμεινε στο κρεβάτι, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, για ώρες πολλές. Είδε παράξενα όνειρα, δεν τα καλοθυμόταν μετά, και τρεις φορές ξύπνησε κλαίγοντας.
Η ανάπαυση του έκανε καλό, την άλλη μέρα ξύπνησε με πιο πολλή όρεξη κι αποδέχτηκε ευγενικά την πρόσκληση κάποιων συναδέλφων από το σχολείο, που τον σκέφτηκαν, μη φάει μόνος του, χρονιάρα μέρα, κι ήρθαν και χτύπησαν την πόρτα του. Ένιωθε πιο ήρεμος απ' όσο είχε να νιώσει εδώ και καιρό.

.........................

Στο τέλος εκείνης της σχολικής χρονιάς, έφυγε με μετάθεση γι' αλλού. Συγκινήθηκε σαν είδε πόσοι τον συμπαθούσαν, σε πόσους θα έλειπε και δεν το είχε ποτέ καταλάβει. Κι αυτό που τον τάραξε και τον εξέπληξε πιο πολύ απ’ όλα, ήταν η έκδηλη συγκίνηση με την οποία τον αποχαιρέτησαν κάποιοι από τους μαθητές του – όχι εκείνοι που διάβαζαν, οι επιμελείς, «τα καλά παιδιά». Απεναντίας, εκείνα τα στουρνάρια που δεν ξέρανε «άλφα», κι οι ταραξίες, κι εκείνη η κοπελίτσα με τους χαλκάδες, που όλοι πουτανάκι την ανέβαζαν και πουτανάκι την κατέβαζαν, εκείνη που είχε γλώσσα χειρότερη από νταλικέρη – εκείνη, που έσκυβε, πασχίζοντας να κρύψει τα βουρκωμένα της μάτια, όταν τα Χριστούγεννα τους είχε διδάξει τον «Έρωτα στα Χιόνια». Όλοι όσοι ήσαν και ένιωθαν «Ξένοι». Όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να θυμηθεί ποιο ήταν το καλό που είχε κάνει γι’ αυτά τα παιδιά, ένιωσε πως του χάριζαν ένα δώρο που δεν άξιζε. Ήταν τόσο χωμένος στον εαυτό του, που δεν μπορούσε να παρατηρήσει πόσο άσχημα τους φέρονταν κάποιοι άλλοι συνάδελφοι – τουλάχιστον αυτός, αν μη τι άλλο, κι αν δεν τους είχε κάνει κανένα μεγάλο καλό, δεν τους έκανε ποτέ κανένα κακό.

Το πώς κύλησε η ζωή του από 'κει και μετά, κανείς δεν το ξέρει. Κάποιοι από τους μαθητές αναρωτιούνταν καμμιά φορά τι απέγινε. Άλλος είπε πως παραιτήθηκε, ένας τον είδε, λέει στο εξωτερικό, κάποιος τρίτος είπε πως ίσως να καλογέρεψε, κι ένας που τον συνάντησε στην Αθήνα, είπε πως του φάνηκε σαν να 'χε γεράσει και να 'χε ξανανιώσει ταυτόχρονα - αλλά σ’ αυτόν τον τελευταίο δεν έδωσε κανείς και πολλή σημασία, τον είχαν πάντα για κομμάτι αλαφροίσκιωτο.

Ίσως να βρήκε το δρόμο του, για 'κει που το γλυκύ, πράο νέι των ξεπεσμένων ντερβισάδων κρατά το ίσο στην ψαλμωδία των γερο-μπεκρήδων, των σαβανωμένων με χιόνι.

H καλύβα του παππού

Ετικέτες


Permalink για το "ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ"

22.2.07

licence TO KILL[the other side]

μερες εχουν κιολας περασει απο το 2007
ποιος μετραει;
ποιος κερδιζει;
ποιος χανει;ποιος ζει;
νυχτα στη πολη




βαλε το αγαπημενο σου τραγουδι
εισαι μονος στο δωματιο σου
κλεισε το φως
ο χτυπος του ρολογιου
της καρδιας σου





φωτα,καμερα,action.εισαστε ετοιμοι;
μη φοβασαι
ο χρονος ειναι μονο μια λεξη
το πρωτο βημα ειναι παντα το πιο δυσκολο
η ζωη σου ποτε δε θα ειναι η ιδια
μη το βαλεις στα ποδια




σας λειψαμε;
εμενα μου λειψατε
εισαστε ξυπνιοι;
ασφαλως ειστε ξυπνιοι
θελεις να σου πω ενα μυστικο;
φυλας μυστικα;

οσο μεγαλωνεις τοσο πιο μονος εισαι








ολοι εχουμε χασει κατι που
ψαχνουμε απεγνωσμενα να βρουμε
τι ψαχνεις;
τι γραφεις στα σκονισμενα παρμπριζ;
ολοι εχετε ενα μυστικο





απο που ερχεται η αναγκη να
ανακαλυψεις τη σκοτεινη πλευρα;
καποιοι αλλαζουν απο επιλογη
αλλοι δεν εχουν επιλογη
δε μπορεις να ξαναφτιαξεις τη πραγματικοτητα
μην υποχωρεις
δεξου την οπως ερχεται
δεν υπαρχει αλλος τροπος








αυτη η πολη εχει αλλαξει πολυ
ολοι ειναι μονοι σε αυτη τη πολη
ποιος θα σε φροντισει;
ποσες γλωσσες πρεπει να ξερεις;
τι φοβασαι;
γιατι διαλεξες να ζησεις ετσι;
ποσοι σαν κι εσενα ειναι εκει εξω;
που θελεις να πας;
που ειναι η ευκαιρια σου;

υπαρχει κατι που αξιζει να αγωνιστεις;








δε ξερεις;
το χειροτερο πραγμα ειναι να ξερεις πολλα
ειμαστε ακομα παιδια
δε ξερουμε ουτε τι κανουμε,ουτε πως
παραπαταμε
νυχτα στη πολη
σκοταδι
δεν υπαρχει τιποτα να δεις.
η αγαπη γινεται μισος.
δε θελεις να δεις.

μερικες φορες τιποτα δε σου φαινεται σωστο








ερωτας χωρις ανταποκριση
τηλεφωνα με λαθος νουμερο
mail που επιστρεφονται,error
μετα βιας μιλας
ανωνυμος και μονος
ποσα εχεις ξεχασει;
εχεις πει ποτε δε θα σε ξεχασω;

δεν εχει μεινει μερος για να κρυφτεις








θελεις να ακουσεις μια ιστορια;
γονατισε,βαλε το ματι στη κλειδαροτρυπα,
και θα σου πω τι βλεπεις
η νυχτα ειναι πιο σκοτεινη πριν ξημερωσει
μια στιγμη αναπαντεχης τρυφεροτητας
πως θα βρεις τροπο να της μιλησεις;
στη ζωη δινεις η παιρνεις.
δε μπορεις παντα να επιλεξεις.

αφησε τον να σε παει σπιτι.
αφησε την να σε πιασει.
πιασε με αν μπορεις









ψαχνεις στη σκοτεινη πολη
ειναι εκει εξω
περιμενεις με κομμενη την ανασα
ξερεις ποια ειναι η αληθεια;
καποιοι εγκαταλειπουν.
καποιοι κουραζονται να προσπαθουν

καποιοι συνεχιζουν,επιβιωνουν
μην το υποτιμας.

η επιβιωση ειναι πιο δυσκολη απ'οτι ακουγεται







καποιοι δε μπορουν να τα παρατησουν
νυχτα στη πολη
θελεις να δεις περισσοτερα;
δε θελεις πολλα
.θελεις παντα περισσοτερα

θελεις να δεις τη συνεχεια;
τη χρονια με τα 2 μηδενικα και το 7;

licence to kill








ποιο ειναι το τυχερο σου νουμερο;
θελεις να παιξεις;
ξερεις πως παιζεται;
φοβασαι;
καλα κανεις και φοβασαι

αυτο δεν ειναι ενα παιχνιδι












ειναι ομως το
μονο που εχουμε



[oi λεξεις:απο το editorial του Φ.Γεωργελε στο τευχος 150 της A.V.
o ηχος:A Song for the Europe απο τους Roxy Music
η εικονα:ο Ivan και η Μarina,2,πιθηκακια απο το ζωολογικο κηπο του Λονδινου
κι εγω να ονειρευομαι ακομα μικρα θαυματα .
καθως λερωνω το νερο...]
Dreams

Ετικέτες


Permalink για το "licence TO KILL[the other side]"

21.2.07

When the wind blows



Βαθύ μεσημέρι, το συνηθισμένο χάος επικρατεί και πάλι - κάπως έτσι θα είναι και στο παζάρι της Fes, άσε δηλαδή που εμείς εδώ έχουμε και μια υποψία δροσιάς οπότε πάλι κυριλέ είμαστε.
Ο εισπράκτορας μού κάνει νόημα από μακρυά, το λεωφορείο ήρθε. Ουφ! Αυτή η λέξη συνοψίζει το τέλος της βάρδιας. Απο εδώ και πέρα αρχίζει η βόλτα.
"Πού είσαι φέτος?" "Ξάνθη, πηγαινοέρχομαι" "Με το ΚΤΕΛ? α ωραία, θα κοιμάσαι κιόλας στην διαδρομή" "Α ναι, ξεκούραση".
Πώς να εξηγήσεις ότι ακόμα και με 3 ώρες ύπνο να είσαι το μάτι δεν κλείνει? Εκεί, γαρίδα, να χαζεύω κολλημένη στο παράθυρο, εικόνες που ξέρω από πιτσιρίκι και που και μέσα σε τόση ζαλάδα δεν χορταίνω να βλέπω.

Η Εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου στην Καρβάλη (δεν κατάφερα ακόμα να πάω όταν γιορτάζει, κάθε φορά που περνάμε από εκεί θυμάμαι ένα απόγευμα που είχε πανήγυρη,το λεωφορείο μέσα σε μια στάση είχε μετατραπεί σε σχολικό).
Και μετά η θάλασσα..με λιακάδα, με το κύμα, με συννεφιά, βάζω τη μουσικούλα μου και χαζεύω. Χαλάλι η κούραση, φεύγει όλη η ομίχλη των ημερών.

Μόνο που σήμερα ατύχησα, ξέχασα να πάρω μπαταρίες και δεν πιάνει ούτε ράδιο, αναγκαστικά ακούω το ρεπερτόριο του ΚΤΕΛ.
Πάλι καλά που δεν έχει ποντιακά, σκέφτομαι - τον Νικο τον Κουρκούλη που είναι και από τα μέρη μας έχει, ο οδηγός κι ο εισπράκτορας λένε πόσο καλό παιδί είναι και πόσο δεν τον χάλασαν η νύχτα και τα κανάλια.
"μόνο για λίγο να σε δω, να σού μιλήσω". Oh yes, το ξέρω, το ρεφραίν θα στριφογυρνάει στο μυαλό μου ανύποπτες ώρες, εντελώς απρόσκλητα.. ή θα το πετυχαίνω στον μανάβη και θα θυμάμαι το δρομολόγιο.

Το οποίο δρομολόγιο συνεχίζει το έπος του ακάθεκτο. Το τοπίο αλλάζει, οι κουβέντες αρχίζουν να αραιώνουν, βαράει ο ήλιος βαράει και η κούραση απ'τις στροφές.
Κι άλλη στάση. Μια από τις αγαπημένες μου. Το χωράφι με τα στάχυα, που φυσικά τι άλλο θα μού θύμιζε παρά την αλεπού και τον Μικρό Πρίγκηπα? Έχει και ένα απαλό αεράκι που τα πηγαίνει πέρα δώθε, ιδού τι θέλει ο άνθρωπος για να χαμογελάσει.

Ακούω στο πίσω κάθισμα μια ηλικιωμένη κυρία να λέει απαλά "Γιάννη, ξύπνα, ξύπνα να δεις τα στάχυα. Αχ πώς τα παίρνει ο άνεμος.."
Ποιος χρειάζεται γουόκμαν? Ο Frankie τραγουδά I got you under my skin.


Citronella

Ετικέτες


Permalink για το "When the wind blows"

20.2.07

Δερματοστυξία

Δερματοστιξία είναι η ελληνική ονομασία του τατουάζ, όπως έχει καθιερωθεί διεθνώς να λέγεται. Αυτή η λέξη μου ήλθε στο νου πρόσφατα για όλα όσα ως άλλο τατουάζ, εντυπώνονται στη ψυχή μας και παραμένουν εκεί στο μισοσκόταδο κρυμμένα, μέχρις ότου μια αιτία τα ανασύρει στην επιφάνεια και φανεί το μέγεθός τους.

Image Hosted by ImageShack.us

Δερματοστιξία, για κάθε φόβο που γίνεται πραγματικότητα, όταν παραδωθούμε στη δύναμη με την οποία τον τρέφουμε σαν πραγματικό, όσα χρόνια τον κρατάμε ζεσταμένο στον κόρφο μας! Και το τραγικό είναι να επιστρέφουμε εκεί στη πηγή του φόβου και να κουρνιάζουμε σαν πληγωμένα πουλάκια, αντί να θρέψουμε την πληγή και να πετάξουμε μακριά του.

Και έτσι περνούν μήνες και χρόνια και εποχές ολόκληρες από τη ζωή μας, βουτηγμένοι στο φόβο της αλλαγής και του ξεπεράσματος των καταστάσεων που μας έχουν σημαδέψει με το ανεξίτηλο μελάνι τους, όπως στα τατουάζ. Και αν κάποια στιγμή, μια χαραμάδα φωτός κατορθώνει να παρισφρύσει στη σκοτεινή κάμαρα της ψυχής μας και να φωτίσει τα κομμάτια που έχουν μαραζώσει, πάλι μπορεί να διαλέξουμε τη σιγουριά της μιζέριας μας, αντί να αφήσουμε πίσω μας το φορτίο που κουβαλάμε.

Είμαστε παράξενοι πολλές φορές οι άνθρωποι και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου από αυτήν τη διαπίστωση. Παρελθοντολάγνοι καταντάμε, ανασύροντας και καταφεύγοντας σε όλα εκείνα που μας πόνεσαν στο παρελθόν, μη δίνοντας το περιθώριο στον εαυτό μας να ατενίσει το μέλλον. Λέμε πως φοβόμαστε τη μοναξιά και στην ουσία ζούμε μέσα σε αυτήν, όσους φίλους και γνωστούς να έχουμε στον κοινωνικό μας περίγυρο. Ο τρόμος μας είναι τέτοιος να είμαστε ψυχή τε και σώματι στο παρόν, που είτε αναπολούμε είτε ονειροπωλούμε, ξεφεύγοντας από το τώρα, το πιο σημαντικό στοιχείο της πραγματικότητάς μας. Το τώρα, ούτε το πριν που πέρασε και πάει, ούτε το μετά που δεν το γνωρίζουμε. Το τώρα, αυτό μόνο.

Image Hosted by ImageShack.us

Και φτάνουμε στις προσωπικές μας σχέσεις, στις συναντήσεις ζωής με τους άλλους ανθρώπους και εκεί παίζουμε το παιχνίδι του ποντικιού με τη γάτα. Μπορείς, θέλεις? Όχι... και μπαίνουμε στη σύγκριση με το τότε και προβάλλουμε εξαδεικευμένες εικόνες των περασμένων, πάνω στα πρόσφατα. Θεωρούμε τους εαυτούς μας ανήμπορους και ανάξιους να αγαπήσουν και να αγαπηθούν και κλεινόμαστε σε αυτή τη πεποίθηση, αφήνοντας τη ζωή την ίδια να μας προσπερνά.

Μου ήταν τρομερά δύσκολο και ακόμα είναι, να εφαρμόσω στη πράξη αυτό που λέμε πως είναι η αγάπη: "να δίνεις χωρίς να περιμένεις ανταπόκριση". Ανασφάλειες και εγωϊσμοί, γιατί να το κρύψομεν άλλωστε! Φτάνει όμως η στιγμή που αυτό το μοτίβο της εγωϊστικής - που δεν είναι αγάπη ουσιαστικά - αγάπης, να μη λειτουργεί πια και να αποκαθίσταται η τάξη του Σύμπαντος μέσα μας, με έναν τρόπο συγκλονιστικό.

Τα Σα εκ των Σων, η σαρξ εκ της σαρκός μου, όπως αναφέρεται και στα ιερά ευαγγέλια. Για τέτοια αγάπη μιλάμε, όπου εκμηδενίζεται ο ατομικισμός μας στο όνομα της ουράνιας ευτυχίας. Όχι, δεν ονειροβατώ, ούτε φαντάζομαι πράγματα που δεν υπάρχουν, αλλά μέσα στο μικρόκοσμό μου νιώθω αυτή η ρωγμή φωτός στη μέχρι τώρα φοβισμένη και ανασφαλή καρδιά μου, να κάνει τη πολυπόθητη μετάλλαξη.

Image Hosted by ImageShack.us
Tableaux et Dessins Luis Royo

Μετέπειτα θα χρειαστεί να είμαι συνεπής στις επιλογές μου και να μην διστάσω να κυνηγίσω το όραμά μου, επιστέφοντας στην βολική και απονευρωτική αγκαλιά του παρελθόντος. Φοβάμαι ακόμα πολύ το μετέπειτα, άλμα σε άλλη ζωή μου κάνει, μα το δρόμο μου τον έδειξε η ίδια μου η ψυχή και αν δειλιάσω, με αυτήν θα έχω να τα βρω.

Δεν θέλω άλλες δερματοστιξίες μέσα μου, θέλω μόνο να σπάσουν τα δεσμά, μπορώ?

Μαριαλένα

Ετικέτες


Permalink για το "Δερματοστυξία"

19.2.07

Adherel





"Με το φεγγάρι του Δεκέμβρη ξαναγεννιέμαι και πεθαίνω"

Τη λέγανε Adherel κι ήταν κόρη του φεγγαριού. Γεννήθηκε ένα βράδυ του Δεκέμβρη με πανσέληνο, σαν η σελήνη έριξε τ’ ασημένιο φως της στα γυάλινα νερά της λίμνης, έγλυψε τα νούφαρα που τη χαϊδεύανε απαλά, τα παραμέρισε διεκδικητικά και εισέβαλε μέχρι τα άδυτα του βυθού της. Είχε κόκκινα κυματιστά μαλλιά που πάνω τους σκαλώνανε τ΄αστέρια, μάτια γκρίζα, μακριά κρινοδάχτυλα, κορμί ελαφιού κι ασημιά φτερά πεταλούδας καρφωμένα στις ωμοπλάτες. Φίλοι της ήταν τα πουλιά και φύλακας άγγελός της το πούμα.Την είδε ο ήλιος σαν ξεπρόβαλε γυμνή πρώτη φορά απ’ τη λίμνη. Την ομορφιά της ζήλεψε. Την καταράστηκε να μην μπορεί ποτέ να βγει στο φως της μέρας, να καίγεται το δέρμα της στην πρώτη αχτίδα και μιλιά να μη βγει ποτέ απ΄τα γλυκά της χείλη. Μόνη να ζει και να πλανιέται μες το σκοτεινό το δάσος, νύχτα, με συντροφιά το μαύρο πούμα και τ΄ άστρα που σκαλώναν στα μαλλιά της. Μόνο κάθε πανσέληνο Δεκέμβρη τα μάγια ίσως να τα λύσει, αν βρει το ταίρι της την ώρα που όλοι θα κοιμούνται.Κι έβγαινε κάθε που θα νύχτωνε γεμάτο το φεγγάρι του Δεκέμβρη, σαν αμαζόνα το μαύρο πούμα καβαλούσε και ξεκινούσε το κυνήγι. Κι όργωνε το δάσος με τα πουλιά στο διάβα της κι άστραφταν τ΄αστέρια στα μαλλιά της δίπλα στο φως της λίμνης. Τριγύριζε στου blogspot το μικρό χωριό και κλεφτά παρατηρούσε τα ζευγάρια που κοιμόντουσαν σφιχτά αγκαλιασμένα απ΄τα μισάνοιχτα παράθυρα τις νύχτες, έκλεβε τις ανάσες τους και τα φιλιά τους ζήλευε, τα μοιρασμένα οράματα καθώς γερνούσανε μαζί. Στεκόταν πάνω απ΄τις κούνιες των μωρών και τρύπωνε κάτω απ’ τα σφαλιστά τους βλέφαρα, θέρμη γλυκιά να πάρει απ’ τα όνειρά τους. Και κάθε Δεκέμβρη με πανσέληνο, σύντροφο έψαχνε να βρει για να λυθούν τα μάγια. Κι έλιωνε σαν το κερί κάθε που ξημέρωνε, γιατί ήξερε πως δεν θ’ αντέξει ως τον επόμενο Δεκέμβρη. Παρήγγειλε λοιπόν και κάλεσαν όλα τα ζωντανά του δάσους. Μαζεύτηκαν μια νύχτα με πανσέληνο για να τους αποχαιρετήσει και χρυσοποίκιλτα μικρά πουγκιά τους έδωσε με ρόδια και μια μπούκλα απ’τα πορφυρά μαλλιά της μ’ ένα αστέρι στον καθένα. Κάνανε κύκλο γύρω απ’ τη φωτιά κι ενώσανε τα χέρια και τότε μόνο η κόρη η μουγκή μίλησε σε όλους με τα μάτια. Και είδανε τον πόνο της και όσα έκρυβε η καρδιά της τόσα χρόνια και δάκρυσαν που μπόρεσαν τη σκέψη της να νιώσουν. Και κύλησαν τα δάκρια και παγωμένα γίνανε ρουμπίνια και διαμάντια που γυάλιζαν απόκοσμα στο φως της φλόγας. Και τότε αυτή σηκώθηκε και φρενιασμένα χόρεψε μέσα στον κύκλο, πετώντας από πάνω της το πέπλο που φορούσε. Κι η γύμνια της τους τύφλωσε τόσο όμορφη που ήταν και τα πουλιά φτερούγισαν στης μουσικής τον ήχο. Το πούμα μόνο βόγκηξε με κόκκινα τα μάτια, που ένιωσε πως θα ‘χανε για πάντα την κυρά του. Πάνω απ΄τη φωτιά εκείνη αιωρήθηκε για λίγο, το βλέμμα της πλανήθηκε υγρό τριγύρω και ξάφνου βούτηξε στις φλόγες χωρίς μιλιά να βγάλει. Το μόνο που ακούστηκε στη σιγαλιά του δάσους, ήταν ο ήχος από φτερά ασημένια που τσακίσανε και πορφυρά μαλλιά που μύρισαν καμμένα. Κανείς δεν είπε τίποτα, μόνο κλαίγαν από μέσα τους όπως κι εκείνη τόσα χρόνια. Σαν έσβησε η κόρη, σύννεφα κάλυψαν τη σελήνη δακρυσμένη, τ΄αστέρια εξαϋλώθηκαν και το δάσος του blogspot σκεπάστηκε με ασημένια φεγγαρόσκονη.


* Το κολλάζ είναι της candyblue
Nosyparker

Ετικέτες


Permalink για το "Adherel"

18.2.07

Μπουκάλι στο πέλαγος ...

Ήμουν λιγότερο από εννιά, αλλά το θυμάμαι σαν να ήταν χτες. Ήταν καλοκαίρι και ήρθε σπίτι εκείνη την ημέρα χαρούμενος. Κουβαλούσε κι εκείνο τον απαίσιο μουσταρδί φάκελο, σαν αυτούς που έφερνε συχνά από τη δουλειά. Πριν ακόμη ανοίξει το στόμα του, είχα καταλάβει ότι κάτι μου είχε φέρει. Πήγα και στάθηκα κοντά του σιωπηλή, πράγμα ασυνήθιστο για μένα. Ήμουν θυμωμένη. Είχα μαλώσει πιο πριν με την μαμά για το φαγητό που δεν έτρωγα με τίποτα εκείνη την ημέρα.

«Φραουλίτσα, τι σου έφερε ο μπαμπάς;» μου είπε σαν με είδε.

Δεν είπα τίποτα. Γέλασε.

«Αν μου δώσεις ένα φιλάκι, θα σου δείξω τι έκπληξη σου έχω εδώ μέσα».
«Πες μου» του είπα.
«Πρώτα το φιλί μου».

Του έσκασα ένα χλιαρό φιλί στο δεξί μάγουλο και περίμενα.

«Τι; Φιλί το λες αυτό; Εγώ δεν κατάλαβα τίποτα».
«Δεν μπορώ. Με γρατζουνάνε τα γένια σου».
«Τότε κι εγώ δεν σου λέω τίποτα».

Κοίταξα προς το μέρος της μαμάς για βοήθεια, η οποία πράγματι ήρθε. Ο καημένος, ποτέ δεν τα έβγαζε πέρα και με τις δύο μαζί. Έκατσε στο τραπέζι και έβγαλε ένα σωρό κόλλες από τον φάκελο. Ήταν χαρτιά για παιδικές κατασκηνώσεις. Αν ήθελα σε δέκα μέρες θα μπορούσα να έφευγα για όποιο μέρος της Χαλκιδικής μου άρεσε. Άκουσε όλη η Θεσσαλονίκη τη χαρά μου. Την λάτρευα την Χαλκιδική από τότε. Το πράγμα δεν ήθελε πολύ σκέψη. Διάλεξα μια κατασκήνωση στην τύχη και σε λίγες μέρες ήμουν εκεί. Είχα μόλις αγοράσει το ωραιότερο sleeping bag του κόσμου και είχα μάθει ότι θα κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα 2 φορές τη μέρα! Άσε που θα είχαμε και πισίνες! Τίποτα άλλο δεν ήθελα για να είμαι ευτυχισμένη. Έφτασα, χαιρέτησα τη μαμά μου χωρίς ίχνος στεναχώριας και κοίταγα να δω που είναι οι πισίνες και πόσο ψηλοί είναι οι βατήρες. Μας βάλανε στα σπιτάκια και στο διπλανό κρεβάτι έβαλαν ένα κοριτσάκι πολύ στεναχωρημένο.

«Με λένε Φράουλα» της είπα και εκείνη έβαλε τα κλάματα. Ήθελε τη μαμά της. Εγώ πάλι ήθελα να γυρίσω τον τόπο και να εντοπίσω που είναι οι πισίνες. Σηκώθηκα και βγήκα στην αυλή. Ακριβώς απέναντι καθόταν μόνο του ένα αγόρι. Έκατσα στο πεζούλι της αυλής και έβγαλα το μπουκαλάκι με τη σαπουνάδα που έκανε φούσκες στον αέρα. Ήρθε κι έκατσε δίπλα μου.

«Με λένε Π.» μου είπε «εσένα;»
«Ξέρεις που είναι η μεγάλη πισίνα;»
«Όχι»
«Κλαίνε και στο δικό σου σπιτάκι;» τον ρώτησα.
Ξαφνιάστηκε.
«Όχι. Γιατί να κλαίνε;»
«Μπορεί να θέλουν τη μαμά τους κι αυτοί»
«Εμείς είμαστε άντρες και δεν κλαίμε» μου δήλωσε. Τον αντιπάθησα αμέσως.

Στο βραδινό τον είδα στην τραπεζαρία. Ήταν πράγματι ένα αστείο αγοράκι με ανακατεμένα μαλλιά και μυωπικά γυαλιά. Είχα ήδη κάνει την πρώτη μου ‘φίλη’, την Α. και περπατούσα μαζί της όταν πέσαμε πάνω του.

«Η πισίνα είναι μετά το γήπεδο του ποδοσφαίρου. Να προς τα εκεί» μου είπε.
«Το ξέρω» του απάντησα στρυφνά.

Χάθηκε με τους φίλους του. Δύο μέρες μετά κερδίσαμε τους πάντες σε ένα παιχνίδι-αγώνισμα. Μας έβαλαν τυχαία μαζί, και από ότι φάνηκε καλά έκαναν. Μας έδωσαν παγωτό, επιπλέον ώρα στην πισίνα και κερδίσαμε ‘διαβίωση’ που σήμαινε ότι τα σπιτάκια μας θα την άραζαν με φωτιά και σουβλάκια στην παραλία, ακριβώς δίπλα στο κύμα. Μαγεία. Έκατσε δίπλα μου κι έμαθα ότι ήταν από τη Ξάνθη, 2 χρόνια μεγαλύτερος μου και ήθελε να γίνει γιατρός. Έγινε ο καλύτερος μου φίλος.

Την τελευταία μέρα της κατασκήνωσης έκλαιγα στην αγκαλιά της Α. Όλοι έκλαιγαν λόγω του επικείμενου αποχωρισμού. Έφυγα λίγες ώρες νωρίτερα από τους υπόλοιπους.
«Θα τα πούμε του χρόνου εδώ» μου είπε. Δεν μπόρεσα να του πω τίποτα. Τον επόμενο χρόνο δεν πήγα κατασκήνωση. Τον μεθεπόμενο δεν πήγε αυτός. Τον ξαναείδα μετά από 4 χρόνια. Και ήταν πάλι ο καλύτερος μου φίλος σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα. Ήμασταν αχτύπητο δίδυμο. Κερδίζαμε ΄διαβιώσεις΄, τραγουδάγαμε φάλτσα, καθόμασταν στον ‘παράδεισο’ (ένα μικρό κιόσκι που το βαφτίσαμε έτσι) κι αγναντεύαμε τη θάλασσα με σκοπό να ρίξουμε ένα μπουκάλι στο πέλαγος με ένα χαρτί μέσα, τον πείραζα που ήθελε να γίνει γιατρός και με πείραζε που ακόμα κουβαλούσα το μπουκαλάκι με τις φούσκες. Μου είχε χαρίσει ένα μενταγιόν που έγραφε το όνομα μου και του είχα χαρίσει τα ‘παιδιά της Θεσσαλονίκης’ του Λεντερίκ με μια χαζή αφιέρωση μέσα για τα ‘παιδιά της Χαλκιδικής’.

Ένα απόγευμα είχαμε πάει εκδρομή στο γειτονικό χωριό. Όχι όλοι. Οι μισοί θα πήγαιναν την επομένη. Όταν γύρισα δεν ήταν εκεί. Οι γονείς του ήρθαν και τον πήραν εσπευσμένα. Δεν τον ξαναείδα ποτέ.

(Έχουν περάσει 14 χρόνια από την πρώτη μέρα στην κατασκήνωση. Έχω ακόμα το μενταγιόν και είμαι σίγουρη ότι έχει ακόμη το βιβλίο. Εξάλλου είμαστε πάντα τα παιδιά της Χαλκιδικής. Αν τον δω σήμερα, μάλλον δε θα τον γνωρίσω. Αν με δει σήμερα, σίγουρα δεν θα με γνωρίσει. Έχω χάσει το πραγματάκι με τις φούσκες, έχω πετάξει το sleeping bag εδώ και πολλά χρόνια και ξέρω που είναι η πισίνα. Ακόμη δεν έριξα το μπουκάλι στο πέλαγος. Αλλά μερικά πράγματα δεν ξεχνιούνται ποτέ. )

Fraoulenia

Ετικέτες


Permalink για το "Μπουκάλι στο πέλαγος ..."

16.2.07

ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ

Νάμαστε λοιπόν και στο «ΦΙΛΟΞΕΝΕΙΟ» !!! Καλορίζικο. Πάντως όταν είδα τον τίτλο, συνειρμικά μου ήλθε στο μυαλό το « ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ». Να μαζευόμαστε οι φίλοι να πίνουμε κανένα κρασί. Σχετικό λοιπόν και το post μου :


Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου ένα cd με τον τίτλο «ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ». Περιλαμβάνει τη ζωντανή ηχογράφηση του προγράμματος στο ομώνυμο υπόγειο μαγαζί, με την Καίτη Ντάλλη. Παλιά τραγουδίστρια, πάνω από 70 χρόνων πλέον, την ανακάλυψε ο Σταύρος Ξαρχάκος, που κι αυτός τυχαία κατέβηκε τα σκαλιά, ένα βράδυ με φίλους, στη συνέχεια ενθουσιάστηκε και της έφτιαξε έναν ωραίο δίσκο, πρώτος δίσκος, παρά την πολύχρονη καριέρα της, που παρουσίασε παλιότερα το Juke-box, εδώ.
Φαντάστηκα λοιπόν πώς θα ήταν, αν κατέβαινα τα σκαλιά με μια παρέα να δω και ν΄ ακούσω την κυρία Καίτη :

Αρκετά στα σκαλάκια, σκέφτηκα, καλά τα κατεβαίνουμε, αλλά η άνοδος θα μας δυσκολέψει, γιατί βέβαια δεν σκοπεύαμε να φύγουμε « εις οίαν κατάστασιν προσήλθομεν»…
Ημίφως, φίσκα το μαγαζί, ήλθε κι ο κοντός Σκωτσέζος, ο Chivas. Σε αναμονή όλοι και ξαφνικά σβήνουν τα λίγα φώτα, φωτίζεται πλέον μόνο η σκηνή και ξεπροβάλλει μια αδύνατη φιγούρα από την οποία διακρίνω μόνο το ξανθό της μαλλί. Υποκλίνεται ελαφρά και σεμνά στα χειροκροτήματα των θαμώνων και μ΄ ένα νεύμα της τα μπουζούκια «άρχονται»….

Πρώτο τραγούδι, από τη δισκογραφική της δουλειά με τον Ξαρχάκο (τίτλος η ΚΥΡΙΑ ΚΑΙΤΗ ΚΙ ΕΓΩ), σε στίχους του Κώστα Κινδύνη: « Η ΕΝΟΧΗ»:
Βγαίνει και φτάνει στ’ αυτιά μας μια βραχνή, απόκοσμη φωνή, αυθεντική, χρωματισμένη λιτά κι απέριττα, όπως όλες οι σπουδαίες φωνές….

« Θα πρέπει πρώτα να πεθάνω για να ‘ρθεις
και να ζητήσεις απ΄τον τάφο μου συγνώμη
από ανθρώπους και θεό κι αν δικαστείς
για μένα θα’ σαι η ένοχη, Η ΕΝΟΧΗ ακόμη…»

Σκληρό τραγούδι, εκπληκτική ερμηνεία. Δεν ξεκινήσαμε καλά, σκέφτομαι. Αν μας έπιασε τόσο από το πρώτο τραγούδι, δεν τη βγάζουμε καθαρή μέχρι το τέλος.

Η κυρία Καίτη συνεχίζει απτόητη. Γνωστά κι άγνωστα τραγούδια ερμηνευμένα μοναδικά. Το στυλ της είναι ένα μίγμα ρεμπέτικου κι αρχοντορεμπέτικου, φέρνει λίγο με τη Μοσχολιού. Στη φωνή της πάνε τα πιο αργά τραγούδια, οι «μπαλ-λάντες» (μπαλλάντες να τις κάνει ο θεός, δηλαδή !!) :

«Ενα μαχαίρι τα στήθια μου καρφώνει
που λίγο λίγο ζυγώνει στην καρδιά
Αχ το μαχαίρι αυτό που με πληγώνει
είναι η μαύρη η δικιά σου απονιά
Σκότωσε με δεν μπορώ μπορώ χωρίς εσένανε να ζήσω
Σκότωσε με στη δικιά σου αγκαλιά.......... να ξεψυχήσω...»* * (love-song)

Αλλά και : « ΚΑΝΑΒΟΥΡΙΕΣ» :
«..... κανείς δεν θέλω για να ΄ρθει καντήλι να μ’ ανάψει
ούτε κι αυτός που αγαπώ... αμάν αμάν... για μένανε να κλάψει....»
και
«Ειμ’ αητός χωρίς φτερά, χωρίς αγάπη και χαράαα............... »

Τα ουίσκια ρουφιούνται ανελέητα, τα τσιγάρα αναβοσβήνουν, τα πρόσωπα των
« μυστών» δείχνουν ευτυχισμένα. Η απόλυτη ευωχία !!
Πάνω που είχα αρχίσει να ισοπεδώνομαι, ρίχνει το γνωστό του Τσιτσάνη :




«...... Ηταν άδικος ο χωρισμός
και ανυπολόγιστα σκληρός* * (τι φράση κι αυτή!!!),
δίχως μάνα δίχως συγγενείς
Μη μου ξαναφύγεις πια μάγκα μου
μείνε μεσ’ την αγκαλιά μου….
Βρέθηκα στη στράτα της ζωής,
δίχως μάνα δίχως συγγενείς
Μη μου ξαναφύγεις πια μάγκα μου
....»

Αντε να κάνουμε και λίγο χαβαλέ, να χορέψει κανένας να ξεφύγουμε, γιατί η πολλή μελέτη και προσήλωση βλάπτει. Ετσι θα την έπαθε κι ο Σταύρος σκέφτομαι !!
Θα συμφωνήσω μάλιστα μ΄αυτό που γράφει στο σημείωμα του δίσκου ότι :
« όποιος πάει εκεί μέσα, γνωρίζει για ποιό λόγο πήγε…»
Ο σεβασμός προς την Καίτη απόλυτος. Μόνο ψίθυροι ακούγονται στα ενδιάμεσα των τραγουδιών.

Διπλασιάζουμε τους κοντούς, αλλά τη σωματική ταλαιπωρία που μας προκαλούν το αλκοόλ και τα τσιγάρα, έρχεται σαν βάλσαμο να την καταπραϋνει η φωνή της Καίτης:

« Εφυγες χωρίς να με ρωτήσεις, έφυγες χωρίς να μου το πεις
όπου και να πας θα με ζητήσεις, σαν και την καρδιά μου δεν θα βρεις
Που θα πας και δεν θα συλλογιέσαι τις στιγμες που ζήσαμε μαζί
Θα πονάς θα κλαις θα τυραννιέσαι βράδυ, μεσημέρι και πρωί»

Και
«......
...... το δικό σου αμάρτημα του κόσμου όλα τα δάχτυλα»....

Μάλλον όμως έφτασε η ώρα να μείνω μόνος. Αρχίζει ένα τραγούδι που είχα πολλά χρόνια να το ακούσω, με συγκλονίζει η ερμηνεία της : «ΠΟΥ ΝΑ ΓΥΡΝΑΣ» ο τίτλος, νιώθω ότι βρίσκομαι λίγο πιο ψηλά από την παρέα και τραγουδά η Καίτη μόνο για πάρτη μου. Το πιο ψηλά δεν είναι υπεροψία, αλλά πιο χαμηλά δεν μπορούσα να πω, γιατί βρισκόμαστε σε υπόγειο κι αν πάω χαμηλότερα θα ανταμώσω τον Κουστώ.
Οι ευαισθησίες ανασύρονται και επιπλέουν σαν δυναμιτισμένα ψάρια στον αφρό
άδω μεγαλοφώνως, από τα μύχια της ψυχής :

«Ξημέρωσε, ξημέρωσε κι ο ύπνος δεν με παίρνει
κι η σκέψη μου εσένανε απόψε πάλι φέρνει
Που να γυρνάς, που να γυρνάς
και πού τις ώρες σου περνάς
Που να γυρνάς, που να γυρνααααααααάς,
τη σκέψη μου την τυραννάς

Προσπάθησα, προσπάθησα
τα μάτια μου να κλείσω
μα στάθηκε αδύνατο να μη σε φέρω πίσω
Που να γυρνας, που να γυρνάς
και πού τις ώρες σου περνάς
Που να γυρνάς, που να γυρνάς
τη σκέψη μου την τυραννάς.....»

Αντε καλή συνέχεια.... να είστε καλά !!!

Athanassios

Ετικέτες


Permalink για το "ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ"

15.2.07

ΚΑΛΤΣΕΣ ..





Προαύλιο γηροκομείου. Μια ηλικιωμένη κάθεται στο παγκάκι της αυλής κοιτώντας με απλανές βλέμμα μπροστά της. Ένας νεαρός επισκέπτης την πλησιάζει.

1η μέρα

-Πάλι εδώ κάθεσαι γιαγιάκα;
-Ναι
-Μόνη;
-Από τότε που μ’ έφεραν
-Ποιος;
-Δεν θυμάμαι πια
-Την άλλη φορά είπες η κόρη σου;
-Κόρη μου ήταν;
-Και τα εγγόνια σου
-Ερχόντουσαν. Τώρα όχι πια
-Είχατε μεγάλο σπίτι
-Με αυλή. Και δέντρα. Και τραγούδια
-Κι εδώ έχει αυλή και δέντρα
-Αλλά όχι πια τραγούδια
-Ο άντρας σου;
-Έφυγε πια. Πάει
-Σε παράτησαν
-Τι να προσφέρω πια;
-Έρχονται συχνά;
-Είναι μακριά. Δουλεύουν. Δεν μπορούν να’ ρχονται
-Και τα εγγόνια σου;
-Τα μεγάλωσα. Δεν τους αρέσει εδώ
-Εσένα;
-Καλά είναι.
-Τι περιμένεις πάντα εδώ έξω;
-Τίποτα. Κανείς δεν θα’ ρθει πια
-Γιατί μιλάς έτσι;
-Ένας μόνο θα’ ρθει, αλλά θα με βρει όπου και να’ μαι (μορφασμός πόνου)
-Πονάς;
-Τα πόδια μου.
-Τι έχουν;
-Φουσκώνουν
-Πως σε λένε γιαγιάκα; Δεύτερη φορά κι ακόμα να συστηθούμε.
-Δεν θυμάμαι.

Δυο μέρες μετά

-Παίζουμε ένα παιχνίδι;
-Πάει καιρός που σταμάτησα να παίζω.
-Πόσος;
-Πολύς. Έπαιζα μικρή με μια πάνινη κούκλα.
-Πάνινη;
-Δεν είχαμε κανονικές τότε. Την είχε φέρει ο πατέρας μου απ’ τη Ρουμανία. Το κεφάλι της και τα πόδια της ήταν από γύψο. Μια μέρα πήγα να την πλύνω στη βρύση και την χάλασα. Δεν ήξερα, ήμουνα μικρή.
-Δεν πειράζει
-Η γιαγιά μου μ’ έσπασε στο ξύλο. Ήταν η κακιά γιαγιά αυτή. Από τότε έγινε ακόμα πιο κακιά.
-Άστα τώρα αυτά. Έλα να παίξουμε
-Τι παιχνίδι;
-Ένα τυχερό παιχνίδι
- Φέρνει τύχη;
-Αν είσαι τυχερός, ναι
-Τι κάνεις εκεί;
-Έχω δυο χαρτάκια με αριθμούς. Στο ένα θα βάλω εγώ έξι νούμερα, στο άλλο εσύ -άλλα έξι. Ο καθένας θα γράψει το όνομα του πάνω και μετά θα τα δώσουμε στο μαγαζί που είναι έξω από δω, στη γωνία.
-Θα έρθω κι εγώ;
-Μα ναι, δεν απαγορεύεται να βγαίνεις
-Πονάνε τα πόδια μου όμως. Πρήζονται.
-Επειδή κάθεσαι όλη μέρα
-Επειδή γέρασα μια ζωή
-Θα σου κάνει καλό να περπατήσεις λίγο. Έλα. Θα σε βοηθήσω εγώ.


Μια εβδομάδα μετά

-Καλώς τον
-Καλημερούδια!
-Χαμογελάς
-Ναι…
-Είσαι χαρούμενος
-Υπάρχει λόγος!
-Μπράβο. Πάντα τέτοια
-Κι εσύ θα χαμογελάσεις αν σου πω
-Εγώ ξέχασα πώς χαμογελούνε
-Κέρδισες
-Τι;
-Θυμάσαι το παιχνίδι;
-……….
-Με τα νούμερα
-………..
-Που πήγαμε έξω στο μαγαζάκι
-Θυμάμαι τη βόλτα, τα δέντρα και τους ανθρώπους
-Κι εδώ έχει ανθρώπους
-Ναι, αλλά ανθρώπους που θα σταματήσουν σε λίγο
-(Γέλιο) Τι είναι για να σταματήσουν; Μηχανές;
-Μα ναι, δεν το’ μαθες στο σχολείο; Εγώ που δεν πήγα το ξέρω
-Λοιπόν, πας να με παρασύρεις με τα θλιμμένα σου κι ήρθα με εξαίσια νέα!
-……………..
-Κέρδισες γιαγιάκα!
-Εγώ;
-Ναι, εσύ. Όχι εγώ. Τα νούμερα που συμπλήρωσες. Κέρδισαν

-Λεφτά!
-Ποτέ δεν είχαμε
-Πολλά λεφτά
-Και τα λίγα μας έφταναν. Αλλά έπρεπε να μοχθήσουμε
-Πάρα πολλά λεφτά
-Λεφτά;
-Γιαγιάκα, έγινες πλούσια. Μιλάμε για αστρονομικό ποσό!
-Πλούσια;
-Δεν καταλαβαίνεις; Ναι, πλούσια
-Δεν φέρνουν την ευτυχία
-Γιαγιάκα, μπορείς τώρα να κάνεις ό, τι θέλεις
-Μα δεν μπορώ πια
-Να ζήσεις σ’ ένα άνετο, μεγάλο σπίτι, με υπηρέτες, με ό, τι ζητήσεις
-Κι εδώ καλά είναι παιδί μου
-Με ακριβά και πλούσια φαγητά
-Έχω ζάχαρο παιδί μου
-Γιαγιάκα, καταλαβαίνεις;
-(Καταφατικό κούνημα κεφαλιού)
-Τι θα τα κάνεις τόσα λεφτά; Πρέπει να σκεφτείς
-Τα παιδιά μου
-Μα αυτοί σε παρατήσαν εδώ
-Ναι
-Και δεν νοιάζονται για σένα. Δεν έρχονται ποτέ
-Θα έρθουν τώρα
-Εσύ όμως, τι θέλεις; Υπάρχει κάτι που θα ήθελες ν’ αγοράσεις;
-Ναι, κάτι…
-Πες το κι έγινε. Με τόσα λεφτά…
-Ορθοπεδικές κάλτσες. Για να μην πονάνε τα πόδια μου. Πρήζονται παιδί μου και υποφέρω.

Αλεπού
__________________________________________________________________
Αφορμή για την παραπάνω θεατρική άσκηση, υπήρξε το δημοσίευμα της Άννας Δαμιανίδη στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στις 26/8/2005. Το παραθέτω αυτούσιο:

Συνήθως, οι υπερτυχεροί των λαχείων εξαφανίζονται μαζί με τα λεφτά. Κάνουν τα πάντα για να μη μαθευτεί το όνομά τους, αλλάζουν διεύθυνση, δεν ποζάρουν για φωτογραφίες, δεν δίνουν συνεντεύξεις. Φοβούνται τόσο πολύ μήπως χάσουν τα κέρδη τους, που προτιμούν να χάσουν τη δόξα, ακόμα και συγγενείς και φίλους. Αλλά το γηραιό ζευγάρι από τον Καναδά δεν φοβήθηκε να γνωστοποιήσει ότι κέρδισε πέντε εκατομμύρια ευρώ στο λαχείο. Και τι θα τα κάνει στην ηλικία αυτή, ενενήντα ετών ο καθένας, 63 χρόνια παντρεμένοι, τρόφιμοι οίκου ευγηρίας; Θα πρέπει να τα ξοδέψει όλα σε αντικαταθλιπτικά φάρμακα, σκέφτεται κανείς, γιατί το να κερδίζεις τόσα λεφτά στα ενενήντα σου, δεν μπορεί παρά να σε μελαγχολεί για όλα όσα θα μπορούσες να έχεις κάνει λίγο πιο νέος. Όμως όχι. H κ. Θέλμα, που κέρδισε το λαχείο, ξέρει τι θέλει και δεν μελαγχολεί. Δεν θέλει να αλλάξει καν οίκο ευγηρίας. Πού να τρέχει τώρα, έχει συνηθίσει εκεί που μένει. Πρέπει να είναι ωραίοι στον Καναδά οι οίκοι ευγηρίας. Δεν δηλώνει ότι θέλει να δώσει στα παιδιά της τα λεφτά, ή στα εγγόνια της, για τις σπουδές τους. Δεν έχει ακόμα σκεφτεί αν θα τους αγοράσει ακριβά δώρα. Ίσως κάτι τέτοιο να τη δυσκολεύει, να της φέρνει νύστα, ή να το ξεχνά. Αλλά δεν είναι χωρίς επιθυμίες. Θέλει ένα ζευγάρι κάλτσες για τον εαυτό της. Σίγουρα θα είναι κάλτσες ακριβές, αφού τόσο καιρό δεν μπορούσε να τις αγοράσει. Από αυτές που βοηθούν στην ορθοστασία τα πόδια, να μην πρήζονται. Θέλει να σταθεί όρθια στα ενενήντα της, η εκατομμυριούχος. Κι αν δεν τη ζηλεύει κανείς για τα εκατομμύρια, τη ζηλεύει γι' αυτό.






Ετικέτες


Permalink για το "ΚΑΛΤΣΕΣ .."

Ένας μήνας στο "Φιλοξενείο"


Αν τα Φιλοξενεία έχουν ηλικίες, τούτο δω μόλις συμπλήρωσε ένα μήνα ζωής. 18 κείμενα γραμμένα στη σουίτα του, καμιά πενηνταριά να περιμένουν υπομονετικά την ανάρτησή τους, πολλοί φίλους που αγκάλιασαν την προσπάθεια και περίπου 6000 επισκέψεις που την καμάρωσαν.

Οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια. Βρίσκονται εδώ για να μας θυμίζουν μία κλίμακα στο "μαζί" που μπορούμε να φτιάξουμε στη μπλοκόσφαιρα. Τον τελευταίο μήνα μέσω του Φιλοξενείου έμαθα να μετρώ και σ' άλλες κλίμακες, που αποτυπώνονται πιο δύσκολα. Με κατακλύζουν μηνύματα και μέηλς που άλλοτε με συγκινούν, άλλοτε με ... αμηχανεύουν κι άλλοτε μου θυμίζουν γιατί αξίζει κάθε κόπο και κάθε χρόνο τούτη η προσπάθεια.


Η σουίτα θα μείνει ανοιχτή για όλους. Τα κείμενα το επόμενο διάστημα θα ανεβαίνουν πιο πυκνά και πιο συχνά (ανά μέρα ίσως) προκειμένου να μειωθούν οι χρόνοι αναμονής στη λίστα. Το e-mail μου παραμένει στη διάθεση όσων επιθυμούν "κράτηση".

Προσωπικά, σπουδαιότερη από αυτό καθαυτό το περιεχόμενο των κειμένων (που έτσι κι αλλιώς έχει επίπεδο) βρίσκω την πρόθεση και την προθυμία για συμμετοχή. Κι ελπίζω τούτη η "κιβωτός" να μας χωρέσει όλους.

Σας ευχαριστώ

Ετικέτες


Permalink για το "Ένας μήνας στο "Φιλοξενείο""

14.2.07

Τέρμα τα δίφραγκα


Τέρμα τα δίφραγκα. Στο άκουσμα αυτής της φράσης του εισπράκτορα όσοι είχαν πληρώσει εισιτήριο ένα δίφραγκο, ή έπρεπε να κατέβουν στην επόμενη στάση ή να πληρώσουν παραπάνω εισιτήριο.

Παλιά, η λέξη εισπράκτορας είχε σχέση περισσότερο με τα λεωφορεία και λιγότερο με την εφορία. Η θέση του πηληκιοφόρου εισπράκτορα ήταν δίπλα ακριβώς στην πίσω πόρτα του λεωφορείου, ειδικά διαμορφωμένη, και υπερυψωμένη κάπως για να εξασφαλίζει έλεγχο και κύρος.

Εμένα με εντυπωσίαζαν εκείνοι οι κερματοδέκτες με τα ελατήρια που κρατούσαν με ευλάβεια οι εισπράκτορες στα χέρια τους και που τώρα πουλάνε στα φανάρια οι πλανόδιοι. Αυτοί βέβαια είναι πλαστικοί και φτηνιάρικοι , ενώ εκείνοι ήταν μεταλλικοί με δερμάτινο περίβλημα και οι εισπράκτορες θυμάμαι στερέωναν με λαστιχάκια τα εισιτήρια, διαφορετικού χρώματος και τιμής ανάλογα με την διαδρομή.

Είχαν και μικρόφωνο οι εισπράκτορες για να ακούγονται στην περίπτωση που το λεωφορείο ήταν γεμάτο με ανθρώπους και φωνές και οσμές και κρατούσαν και ένα υφασμάτινο μαντηλάκι για το μόνιμα ιδρωμένο από το πηλίκιο κούτελο.

Η φράση «τέρμα τα δίφραγκα» διατηρήθηκε ακόμα και όταν στην διαδρομή καθιερώθηκε ενιαίο εισιτήριο και για εμένα σήμαινε ότι φτάσαμε πια στην οδό Κρήνης και ήταν ώρα να κατέβουμε.

Από τότε, μου έχει μείνει και όταν μια διαδρομή φτάνει στο τέλος της λέω στον εαυτό μου «τέρμα τα δίφραγκα» Βασίλη. Μερικές φορές –δύο- πέρασα και δεν κατέβηκα στα «δίφραγκα». Πλήρωσα βέβαια παραπάνω αλλά ξαναγύρισα στην αφετηρία, γιατί πρέπει να σας πω πως το δρομολόγιο ήταν κυκλικό. Η Αφετηρία και το Τέρμα συνέπιπταν.

Υπήρχαν βέβαια και τσαμπατζήδες. Αυτοί που πλήρωναν ένα δίφραγκο και ήθελαν να κατέβουν στο «τάλιρο». Τα δρομολόγια άλλαξαν, τα λεωφορεία άλλαξαν, οι εισπράκτορες καταργήθηκαν, αλλά αυτοί που θέλουν όλη τη «διαδρομή» με ένα δίφραγκο υπάρχουν ακόμα. Σφίγγουν καλά και φυλάνε το τάλιρο στην τσέπη. Τους αρέσει να ζουν με την αγωνία του ελεγκτή και κατεβαίνουν από το λεωφορείο μόλις τον μυριστούν για να πάρουν το επόμενο. Σε αυτούς τους ανθρώπους πείτε. «Τέρμα τα δίφραγκα».

Padrazo

Ετικέτες


Permalink για το "Τέρμα τα δίφραγκα"

12.2.07

Η συνέντευξη που ο Μάνος δεν έδωσε ποτέ.... *

- κ. Χατζιδάκι, αν κάτι χαρακτήρισε την ζωή σας ήταν πρωτοπορία και ανατρεπτική διάθεση, ο κόσμος ωστόσο πάντοτε σας συνέδεε με την συντηρητική δεξιά...

Είμαι δημοκράτης αστός ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς. Το βέβαιο είναι πως δεν μ' αρέσουν ούτε τα δολάρια, ούτε οι Σιβηρίες!

Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής. Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει. Να τι εννοώ αστός. Δεν εννοώ τον έμπορο αυτοκινήτων που ξαφνικά πλούτισε και τα ‹σπάει› στα νυχτερινά κέντρα. Ως συμπεριφορά είμαι μεγαλοαστός. Ως καλλιέργεια είμαι ποιητής. Και ως βαθύτερη ιδιοσυγκρασία είμαι λαϊκός. Είμαι λαϊκός, αλλά όχι λαϊκίζων...

- Κάποτε είχατε πει ότι είστε η αριστερά της δεξιάς…


Ναι, γιατί η Αριστερά οφείλει να περιέχει κάθε άνθρωπο με ανησυχίες. Κάθε άνθρωπος που δεν συμβιβάζεται είναι αριστερός. Ο αληθινός νέος σήμερα αποκαλείται ‹αναρχικός› με την ίδια ασυνειδησία που κάποτε αποκαλείτο αριστερός....

Εμένα καμία πολιτική σκοπιμότητα δεν θα με κάνει να πω το μαύρο-άσπρο και το άσπρο-μαύρο, για αυτό και δεν είμαι το κατάλληλο στοιχείο για συμπαράσταση σε οργανωμένες καταστάσεις.

- Οι περισσότεροι όμως συνομήλικοι σας ταυτίστηκαν με τον κομμουνισμό...

Τα δικά μας «παιδιά της γαλαρίας» (από τον ομώνυμο τίτλο της ταινίας του Καρνέ) υπήρξαν κι αυτά θεατές από ψηλά, κι από την πιο ασήμαντη και φτηνή θέση, εγκλημάτων που διαδραματίζονται στην ελληνική γη, ανίκανα να ορίζουν και ν' αλλάζουν τη μοίρα των όσων έγιναν και γίνονται στον τόπο.

Μετά τον πόλεμο ξανάρθαν τα φαντάσματα κι άρχισαν να πλαστογραφούν για άλλη μια φορά την ελληνική ιστορία. Και τα παιδιά που πολέμησαν κι ονειρεύτηκαν, γίναν παιδιά της γαλαρίας, όσα δεν διώχτηκαν και δεν εξαφανίστηκαν στις φυλακές και στα ξερά νησιά του Αιγαίου.

Είναι τρισάθλια η αντίληψη πως όλα τα παιδιά της γαλαρίας υπήρξαν οπαδοί του Ζαχαριάδη και του Μάρκου.Τα παιδιά της γαλαρίας δεν ήταν φαύλα, δεν ήσαν χίτες, δεν ήσαν ανώμαλα με τον φασισμό στο 'να πλευρό τους. Δεν συμβιβάστηκαν με τους νικητές Γερμανούς, δεν υπήρξαν ‹πατριώτες› με το περιεχόμενο του χωροφύλακα και του μπράβου. Είχαν τη σκέψη όργανο, τα μάτια υγρά κι ακούραστα να βλέπουνε τον κόσμο και την ψυχή παρθενική και απροσάρμοστη, στη μεταπολεμική ελληνική αθλιότητα.

Τα παιδιά τής γαλαρίας σήμερα έχουνε γκρίζα ή άσπρα μαλλιά. Όσα απομείναν ξέχασαν τα όνειρά τους, έχουν συμβιβαστεί οριστικά με ό,τι ορίζει τη μοίρα τους έξω από αυτούς. Μονάχα μερικοί, ανάμεσα σ' αυτούς κι εγώ, με πείσμα κι επιμονή θυμούνται και εννοούν να θυμίζουν. Κι όσο βαστάξει ετούτο το παιχνίδι...

- Αυτός ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας πιστέυετε ότι έχει τις ρίζες του στην παιδική σας ηλικία?

Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Ο πατέρας μου δεν με χτυπούσε ποτέ. Μ' έδειρε μόνο μια φορά όταν μίλησα άσχημα σε μια γυναίκα του σπιτιού. Και με υποχρέωσε να της φιλήσω τα πόδια. Πιστέψτε με το 'κανα χωρίς δυσαρέσκεια, νιώθοντας πως έπρεπε να το κάνω. Από τότε σέβομαι πάντα τα αιτήματα των εργαζομένων, τον οποιοδήποτε εργαζόμενο.

Βοήθησε βέβαια και το γεγονός ότι έλαβα την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία.....

- Πολλές φορές έχετε μιλήσει με θαυμασμό για την Αττική, σπάνια όμως για την Ελλάδα...

Δεν μ' αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική.

Οι παρελάσεις, τα εθνικόφρονα λογύδρια, οι παραστάσεις οι σχολικές κι όλα τα παρόμοια ενισχύουν την ιδιότυπη φασιστική μας κληρονομιά. Το περίφημον ‹πας μη Έλλην βάρβαρος›. Το ελληνικό κράτος δέχεται μόνον ότι το υπηρετεί και το κολακεύει. Υπήρξε πάντοτε αντιπνευματικό και έτσι εξακολουθεί να είναι.

Εγώ νιώθω Έλληνας αν αυτό σημαίνει Ευρωπαίος. Κι Ευρωπαίος, αν αυτό συμπεριλαμβάνει την Ελληνικότητά μου. Θα ήθελα να ελπίζω για τούς επερχόμενους ότι θα τους κυβερνήσει μια δημογεροντία του πνεύματος κι όχι η αγία κι αποστολική οικογένεια του Πρίγκηπος Φρανκενστάϊν....

- Καταλαβαίνει κανείς ότι δεν έχετε σε ιδαίτερη εκτίμηση όσους μας κυβερνούν...

Μα, διάολε, δείτε την πολιτική εκπροσώπηση αυτής της κοινωνίας και θα καταλάβετε: υπάρχει και δρα χωρίς στοιχειώδη ευαισθησία, χωρίς στοιχειώδη ευθιξία. Η νομίζετε πως όλα τα σκάνδαλα που μαθαίνουμε κάθε μέρα έγιναν ερήμην τού ελληνικού λαού;

Η μόνη ελπίδα μου είναι στο άγνωστο κοινό, στην άγνωστη νεολαία, η οποία διαθέτει ευαισθησία και δεν έχει ακόμα διαβρωθεί. Τώρα, κατά πόσον θα της επιτρέψει η πλειοψηφία να διατηρήσει αυτή της την ευαισθησία, είναι άλλο θέμα....

- Τι εννοείτε ακριβώς?

Δείτε, η εξουσία είναι μια εγωπαθής και ανεγκέφαλη κυρία που αγαπάει τους εραστές της και καταδιώκει όσους την αντιπαθούν και την εχθρεύονται. Δυστυχώς, όλοι οι αγώνες και οι επαναστάσεις καταλήγουν στην κατάκτηση της ανεγκέφαλης αυτής κυρίας. Αυτή η κατάκτηση, ως γνωστόν, δημιουργεί Δίκαιον, μακράν των ονειρικών στόχων μιας επανάστασης.

Οι άνθρωποι που προκύπτουν από μία επανάσταση, περιέχουν τα ίδια συστατικά με τους αποχωρήσαντες ή τους ηττηθέντες. Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για ν' ανθέξει κανείς στην έννοια της Εξουσίας και της επιτυχίας.

- Γιατί τότε δεν επιδιώξατε εσείς να αποκτήσετε περισσότερη εξουσία, να φέρετε ίσως έναν «αέρα» πολιτισμού στην πολιτική?

Εγώ προσπάθησα κατά καιρούς να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί, σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους, κατάφεραν να με νικήσουν κατά κράτος.

Οντας στο Τρίτο πρόγραμμα, πέρα από τη διεύθυνση, είχα και μια καθημερινή εκπομπή σχολιασμού. Σχόλιο με σχόλιο λοιπόν σχημάτιζα τον τρόπο, την γραφή και το επίπεδο μέσα από το οποίο έβλεπα τον νεοελλαδικό κόσμο μας και επικοινωνούσα με ένα μεγαλύτερο κοινό (διότι εγώ ποτέ δεν υπήρξα κατάλληλος να επικοινωνήσω με το πλατύ κοινό).

Φυσικά επικοινωνούσα με όλους, εκτός από τους παραδημοσιογράφους και τον αρμόδιο υφυπουργό - ανίκανους για μια οποιαδήποτε επικοινωνία. Αυτοί όμως ενοχλήθηκαν πολύ από αυτήν την μορφή επικοινωνίας και το Τρίτο σταμάτησε τη λειτουργία του. Για μιαν ακόμη φορά δυστυχώς η ποιητική συνείδηση και η έκφραση της καταδιώχθηκε και εξαναγκάστηκε στην σιωπή

- Τι θα λέγατε λοιπόν ότι σας «δίδαξε» η ζωή μετά άπο όλα αυτά τα χρόνια?

Να περιφρονώ τις συνήθειες των πολλών, τη λογική του κράτους και την ‹ηθική› των συγγενών μου. Να αγαπώ με πάθος τους κυνηγημένους, τους ανορθόδοξους και τους αναθεωρητές.

Να περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εφησυχασμένους συνομήλικους και την κάθε λογής χυδαιότητα. Να αδιαφορώ για την δόξα, με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.

Είχα πει κάποτε πως είμαι ο Λαχειοπώλης του Ουρανού, μοιράζω αριθμούς σε ξωτικά και αγγέλους. Ο πρώτος αριθμός σημαίνει συνουσία. Αν ξαναρχόμουνα στον κόσμο θα ήταν για να κάνω έρωτα και για το μόνο που θα λυπηθώ όταν θα φύγω, θα ΄ναι για τον έρωτα που θα χάσω....

-Σας ευχαριστούμε κ. Χατζιδάκι, για όλα....

* Η φανταστική αυτή συνέντευξη βασίζεται εξ’ ολοκλήρου σε αγαπημενες φράσεις και κείμενα του Μάνου....

book attack

Ετικέτες


Permalink για το "Η συνέντευξη που ο Μάνος δεν έδωσε ποτέ.... *"