Tabs: Blog | About Us |

30.6.07

Κλείσε τα μάτια για να δεις

Με κούρασες. Κάθε φορά που ανοίγεις τα μάτια σου ένα αόρατο χέρι κλείνει τα δικά μου. Έτσι όπως περπατάς, με φούρια και βιασύνη, ο κόσμος στο πέρασμά σου αλλοιώνεται, θολαίνει και παραμορφώνεται μέχρι που για σένα από την πολλή ταχύτητα μεταμορφώνεται σ’ ένα ολόλευκο σεντόνι. Όχι όμως και για μένα. Τα χρώματα τούτου του κόσμου που τόσο καιρό σε παρακαλώ γονατιστή να δεις, πλέον δεν σε συγκινούν. Στάσου λίγο ακίνητος. Μην τρέχεις. Πες μου παραμύθια όπως παλιά. Αυτά για την αγάπη, για τη σωτηρία μας, μη φεύγεις. Μίλα μου. Πες μου γι’ αυτά που σ’ έχουν κάνει να τρέχεις μακριά από εμένα. Έτσι όπως μ’ αφήνεις στο σκοτάδι μ’ ένα παλιό τρελό όνειρο μέσα μου κι μια χλωμή φωτογραφία στο χέρι θα τρελαθώ. Μη φεύγεις, δεν μπορώ να σε προφτάσω. Τα άκρα σου έχουν γίνει μια μηχανή που τη λαδώνει η βαβούρα της πόλης. Τρέχουν όλοι, τρέχεις κι εσύ για να μη λέν’ πως έχεις μείνει πίσω και είσαι τόσο ακούραστος που με πονάς. Τσάκισα τα γόνατά μου, έχω ματώσει, δεν μπορώ άλλο πια, με κούρασες, αλλά συνεχίζω μαζί σου. Με σέρνεις πίσω σου σαν το ενοχλητικό χαρτί που κόλλησε στο παπούτσι σου και που προσπαθείς να ξεφορτωθείς. Έτσι με βλέπεις, σαν μια αδυναμία, ένα ελάττωμα που αδυνατείς να κρύψεις. Όσο τρέχεις φθείρομαι, μικραίνω. Τόσο πολύ έχω μικρύνει που πλέον δεν με βλέπεις. Έτσι όπως πορεύεσαι βιαστικός με τόσες σκοτούρες και τόσα βάσανα στο μικρό σου κεφάλι, που να με δεις έτσι μικρή που στέκομαι απέναντί σου. Όλο φεύγεις, όλο τρέχεις, όλο με ξεχνάς παρατημένη, έχοντας και τους φόβους σου εμπρός μου να στέκονται σαν βουνά ανυπέρβλητα που πρέπει εγώ να σκαρφαλώσω μόνη μου για χάρη σου.

Με γέλασες πάλι. Όταν μιλάς η φωνή σου κατεβαίνει μέσα μου σαν τροφή και με χορταίνεις. Όταν μ’ ακούς παύω να φοβάμαι και βρίσκω την ανάσα μου για λίγο. Μερικές φορές μιλάμε και τότε, μόνο τότε, υπάρχω εγώ για σένα. Με σκέφτεσαι, άρα υπάρχω. Ύστερα πάλι με ξεχνάς μονάχη. Όπως τότε στο σινεμά που γελούσαμε αγκαλιά, θυμάσαι; Θυμάσαι εσύ τι έκανες μετά; Με πήγες σπίτι και με κλείδωσες πάλι επ’ έξω. Αυτή η ελαφρότητα του γέλιου που μας ύψωσε στον ουρανό για μια στιγμή, αυτή να ξαναβρούμε. Δεν γελάς πιά. Με τα χάλια μου γελάς καμιά φορά έτσι όπως μ’ έχεις καταντήσει. Δεν μιλάς. Διαβάζεις την εφημερίδα σου στον καναπέ του σαλονιού με ανοιχτή την τηλεόραση. Αλήθεια, τόσες φορές σου ‘χω πει πως με ζαλίζει αυτό το χαζοκούτι. Κι αυτές οι λέξεις, τόσες λέξεις και πόσο μελάνι για να φτιαχτούν και πόσα χαρτιά για να γατζωθούν πάνω τους. Ξέχασες τι ήταν κάποτε για σένα μια εφημερίδα; Κάποτε ήταν καραβάκι που αρμένιζε στο γάργαρο ρυάκι και μαζί την ακολουθούσαμε με τα κλαδιά στα χέρια διασχίζοντας το δάσος. Άλλες φορές γινόταν αεροπλάνο που έπεφτε από ψηλά στο πεζοδρόμιο κι εμείς γελούσαμε με τους περαστικούς. Μετά πάλι έφτιαχνες καπέλα και μάσκες και βγάζαμε τις γλώσσες μας από τις τρύπες για να φιληθούμε. Τώρα διαβάζεις την εφημερίδα κι εμένα που σε τραβάω από το χέρι μου δίνεις μια και πέφτω στο κρύο πάτωμα. Μακάρι να ‘κανες το ίδιο σε αυτές τις ανόητες λέξεις που σε πολιορκούν, να πέσουν επιτέλους στο πάτωμα να παγώσουν και να σπάσουν. Δεν θυμάμαι πότε ήταν που η εφημερίδα πήρε τη θέση μου στα χέρια σου, το ξέχασα. Αλλά άκου. Ήρθαν οι φίλοι σου. Άφησέ τους να μπουν μέσα. Αφού δεν μιλάς μ’ εμένα πιά, τουλάχιστον μίλα με αυτούς. Μίλα τους κι αν έχεις διάθεση άκουσέ τους κιόλας. Μπορεί να θυμηθείς πολλά που ‘χεις ξεχάσει. Ίσως κι εμένα.

Είμαι γυμνή στο πάτωμα κάθε φορά που φεύγουν. Μετά μαζεύω τα ρούχα μου, ντύνομαι σιωπηλά και πέφτω στο κρεβάτι μαζί σου κουβαλώντας την ντροπή μου. Δεν μ’ ακούς που σιγοκλαίω για χάρη σου. Τότε εσύ χαμογελάς, το είδα αυτό το χάραγμα στα χείλη σου που μοιάζει με το φως καθώς εισβάλλει τα πρωινά μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Προσπαθώ να περάσω το χέρι μου γύρω από την πλάτη σου κι εσύ γυρνάς πλευρό και κοιμάσαι. Ποτέ όμως δεν μπορείς να με αποφύγεις. Πάντα είμαι στο μυαλό σου και το ξέρω καλά αυτό κι ας μην το εξομολογείσαι. Είμαι ακόμα δική σου, μην το ξεχνάς, όσο κι αν δεν το θέλεις, όσο κι αν δεν το θέλω, θα με έχεις, όσο κι αν με πονάς. Πόσες φορές ευχήθηκα να μην ξημερώσει. Πόσες φορές είπα να φύγω καθώς εσύ κοιμάσαι. Άλλες τόσες παρακάλεσα να με θυμηθείς όταν ξυπνήσεις. Κοιμάσαι και ξυπνάς ίδιος και απαράλαχτος. Ανοίγεις τα μάτια, κλείνεις τα μάτια και η ζωή σου σε προσπερνάει. Κάτι πρέπει να κάνω. Πρέπει να σε φροντίσω, να σε νοιαστώ, να σε οδηγήσω εκεί που ήμασταν παλιά. Αυτό θα κάνω. Έστω και με το ζόρι.

Ανοίγεις τα μάτια σου. Προσπαθώ να μείνω δυνατή. Δεν μιλάω. Σηκώνεσαι νωχελικά, μπαίνεις στο μπάνιο και σε ακολουθώ. Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη. Σφίγγω τα δόντια μου και αρχίζω.
- Ποιος νομίζεις πως είσαι;
Σιωπή. Φόβος με κυριεύει στο σκληρό σου βλέμμα που αντανακλάται στον καθρέφτη και πέφτει στα μάτια μου.
-Βούλωσέ το πρωί πρωί. Δεν βλέπεις τα χάλια σου, που θα μιλήσεις κι από πάνω;
Θυμώνω. Εσύ με έκανες έτσι άθλιε. Εσύ φταις για όλα. Εσύ που δεν με νιώθεις πια. Αυτά θα ήθελα να πω αλλά δεν τολμώ να μιλήσω. Η έκφραση του προσώπου μου όμως με προδίδει. Σηκώνεις τη γροθιά σου και την προσγειώνεις δυνατά στον καθρέφτη, που ραγίζει και σπάζει. Πέφτεις με τα μούτρα μέσα στο νιπτήρα. Κλαις. Για πρώτη φορά στη ζωή μου σε βλέπω να κλαις. Τώρα πονάω ακόμα πιο πολύ. Μαζεύεσαι, σηκώνεσαι πάλι όρθιος και κοιτάς το είδωλό μου μέσα από τον κατεστραμμένο καθρέφτη.
-Ήρθε η ώρα να φύγεις από εδώ.
Στο άκουσμα αυτής της φράσης δεν πρόλαβα να αντιδράσω. Χαχανίζοντας υστερικά αρπάζεις ένα μεγάλο κομμάτι γυαλιού από το σπασμένο καθρέφτη. Το σφίγγεις στη χούφτα σου και το αίμα κυλάει πάνω στη γυάλινη επιφάνεια. Με μια απότομη κίνηση γυρίζεις προς το μέρος μου και καταφέρνεις ένα γρήγορο χτύπημα μέσα στο μάτι μου. Μετά στο άλλο μάτι. Σβήνω.

Η πόρτα σπάζει με κρότο και δυο αστυνομικοί με τα όπλα παρατεταμένα μπαίνουν στο διαμέρισμα. Κάποιος είχε ακούσει κραυγές και κάλεσε την αστυνομία. Σε βρίσκουν στο πάτωμα γυμνό, λυπόθυμο, γεμάτο αίματα. Ο γείτονας μιλώντας στους αστυνομικούς αποκαλύπτει ότι σε είχε από καιρό φοβηθεί, όταν σε είχε πιάσει μερικές φορές να ανοίγεις την πόρτα για να μπουν στο σπίτι οι δήθεν φίλοι σου και μετά με τις ώρες κουβέντιαζες μαζί τους στο άδειο διαμέρισμα έχοντας ανοιχτή την τηλεόραση. Ποτέ δεν είχες πει μια καλημέρα στους γειτόνους σου, αντικοινωνικό κάθαρμα, τόσα χρόνια που ζεις μόνος σ’ αυτή την πόλη χωρίς φίλους, χωρίς γκόμενα και χωρίς έναν άνθρωπο να αλλάξεις μια ζεστή κουβέντα.
Σε εγκατέλειψα τελικά. Σε άφησα μόνο. Εγώ, η ψυχή σου, η φωνή της λογικής σου. Με κούρασες και τελικά σε βαρέθηκα. Το πήρα απόφαση και πέρασα στην άλλη πλευρά για να ηρεμήσω. Έχω κλειστά τα μάτια για να μπορώ να δω καλύτερα τις ωραίες μέρες, τότε που ακόμα είμασταν παιδιά. Δεν θα γυρίσω κοντά σου και το ξέρεις καλά αυτό. Τώρα είσαι μέσα στο ασθενοφόρο, τυφλός και πιο τρελός από ποτέ. Σου έχουν δέσει τα μάτια με γάζες. Τα χέρια σου είναι δεμένα στο φορείο. Σε οδηγούν στο ψυχιατρείο. Αύριο, ποιος ξέρει που.


του Τοιχωρύχου

Ετικέτες


Permalink για το "Κλείσε τα μάτια για να δεις"